Cervical cancer is the second most common cancer in women worldwide and the third most common cause of cancer mortality. The burden of disease is much higher in developing countries, where the incidence is five times that in developed countries and the mortality is 10 times higher. ^(1){ }^{1} Screening is an effective modality for secondary prevention but is not universally used. Primary prevention is now available with the advent of human papilloma virus (HPV) vaccines, but its full effect will not be seen for a generation, assuming adoption is widespread. We review the management of early and locally advanced invasive cervical cancer, including staging and imaging, prognostic factors, and primary and adjuvant management and their outcomes. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο δεύτερος συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες παγκοσμίως και η τρίτη συχνότερη αιτία θνησιμότητας από καρκίνο. Το βάρος της νόσου είναι πολύ υψηλότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η επίπτωση είναι πενταπλάσια από εκείνη στις αναπτυγμένες χώρες και η θνησιμότητα είναι 10 φορές υψηλότερη. ^(1){ }^{1} Ο προσυμπτωματικός έλεγχος είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για τη δευτερογενή πρόληψη, αλλά δεν χρησιμοποιείται καθολικά. Η πρωτογενής πρόληψη είναι πλέον διαθέσιμη με την έλευση των εμβολίων κατά του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), αλλά το πλήρες αποτέλεσμά της δεν θα φανεί για μια γενιά, εφόσον η υιοθέτηση είναι ευρέως διαδεδομένη. Ανασκοπούμε τη διαχείριση του πρώιμου και του τοπικά προχωρημένου διηθητικού καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, συμπεριλαμβανομένης της σταδιοποίησης και της απεικόνισης, των προγνωστικών παραγόντων και της πρωτογενούς και επικουρικής διαχείρισης και των αποτελεσμάτων τους.
Early invasive cervical cancer is usually considered to include small tumors confined to the cervix up to 4 cm in greatest dimension (stage IB1). While no formal definition exists, locally advanced cervical cancer usually includes stage IB2 tumors and higher (Table 1). A number of patients with small tumors will have risk factors by which they also are considered locally advanced, eg, pelvic lymph node involvement. In developed countries, the majority of cases are early stage. For example, in one US study, the stage distribution was 57%57 \% stage I, 19%19 \% stage II, and 16%16 \% stage III/IV (7% stage unknown). ^(2){ }^{2} Ο πρώιμος διηθητικός καρκίνος του τραχήλου της μήτρας θεωρείται συνήθως ότι περιλαμβάνει μικρούς όγκους που περιορίζονται στον τράχηλο της μήτρας έως 4 cm στη μεγαλύτερη διάσταση (στάδιο ΙΒ1). Αν και δεν υπάρχει επίσημος ορισμός, ο τοπικά προχωρημένος καρκίνος του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει συνήθως όγκους σταδίου ΙΒ2 και άνω (Πίνακας 1). Ένας αριθμός ασθενών με μικρούς όγκους θα έχει παράγοντες κινδύνου βάσει των οποίων θεωρούνται επίσης τοπικά προχωρημένοι, π.χ. συμμετοχή πυελικών λεμφαδένων. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η πλειονότητα των περιπτώσεων είναι πρώιμου σταδίου. Για παράδειγμα, σε μια αμερικανική μελέτη, η κατανομή των σταδίων ήταν 57%57 \% στάδιο Ι, 19%19 \% στάδιο ΙΙ και 16%16 \% στάδιο ΙΙΙ/IV (7% άγνωστο στάδιο). ^(2){ }^{2}
The natural history of cervical cancer is to spread locally to parametria, vagina, and pelvic sidewall. Nodal Η φυσική ιστορία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι η τοπική εξάπλωση στα παραμέτρους, στον κόλπο και στο πλευρικό τοίχωμα της πυέλου. Οζώδης
spread is common and usually occurs in a stepwise fashion, first to pelvic lymph nodes and then to paraaortic nodes. It is estimated that 15%15 \% of stage I, 30%30 \% of stage II, and 45%45 \% of stage III patients have pelvic nodal disease. Peritoneal and distant metastatic disease is uncommon, and is seen more frequently in the setting of recurrent disease. Squamous cell carcinoma is the most common cell type, accounting for about two thirds of cases, followed by adenocarcinoma. Adenocarcinoma is increasing in absolute and relative incidence in the United States. ^(3){ }^{3} Overall, patients with early disease have excellent local control, tend to relapse distantly, and have an overall survival of approximately 90%90 \%. Those with locally advanced disease are more likely to have distant and local failure, with an overall survival of approximately 65%. η εξάπλωση είναι συχνή και συνήθως γίνεται σταδιακά, πρώτα στους λεμφαδένες της πυέλου και στη συνέχεια στους παρααορτικούς λεμφαδένες. Υπολογίζεται ότι 15%15 \% των ασθενών σταδίου Ι, 30%30 \% των ασθενών σταδίου ΙΙ και 45%45 \% των ασθενών σταδίου ΙΙΙ έχουν πυελική λεμφαδενική νόσο. Η περιτοναϊκή και η απομακρυσμένη μεταστατική νόσος είναι σπάνια και παρατηρείται συχνότερα στο πλαίσιο υποτροπιάζουσας νόσου. Το πλακώδες καρκίνωμα είναι ο πιο συχνός κυτταρικός τύπος, αντιπροσωπεύοντας περίπου τα δύο τρίτα των περιπτώσεων, ακολουθούμενο από το αδενοκαρκίνωμα. Το αδενοκαρκίνωμα αυξάνεται σε απόλυτη και σχετική επίπτωση στις Ηνωμένες Πολιτείες. ^(3){ }^{3} Συνολικά, οι ασθενείς με πρώιμη νόσο έχουν εξαιρετικό τοπικό έλεγχο, τείνουν να υποτροπιάζουν απομακρυσμένα και έχουν συνολική επιβίωση περίπου 90%90 \% . Οι ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο είναι πιο πιθανό να έχουν απομακρυσμένη και τοπική αποτυχία, με συνολική επιβίωση περίπου 65%.
STAGING AND IMAGING ΣΤΑΔΙΟΠΟΊΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΕΙΚΌΝΙΣΗ
The International Federation of Gynecology and Obstetrics (FIGO) staging system remains clinical for carcinoma of the cervix and has not been changed since 1994 (Table 1). It relies primarily on pelvic examination to estimate tumor size and local extent, specifically, involvement of the vagina, parametria and pelvic side walls. The only imaging required for initial staging is chest radiography and some evaluation of the ureters for possible obstruction. Chest radiography is routinely performed, although the yield is very small. The probability of detecting metastatic disease is approximately 5%5 \%. Historically, an intravenous pyelogram was performed to evaluate the ureters. In more recent years this has been replaced with renal ultrasound, computed tomography (CT), and magnetic resonance imaging (MRI). Το σύστημα σταδιοποίησης της Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικολογίας και Μαιευτικής (FIGO) παραμένει κλινικό για το καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας και δεν έχει αλλάξει από το 1994 (Πίνακας 1). Βασίζεται κυρίως στην πυελική εξέταση για την εκτίμηση του μεγέθους του όγκου και της τοπικής έκτασης, συγκεκριμένα της συμμετοχής του κόλπου, των παραμέτρων και των πλευρικών τοιχωμάτων της πυέλου. Η μόνη απεικόνιση που απαιτείται για την αρχική σταδιοποίηση είναι η ακτινογραφία θώρακος και κάποια αξιολόγηση των ουρητήρων για πιθανή απόφραξη. Η ακτινογραφία θώρακος διενεργείται συνήθως, αν και η απόδοση είναι πολύ μικρή. Η πιθανότητα ανίχνευσης μεταστατικής νόσου είναι περίπου 5%5 \% . Ιστορικά, για την αξιολόγηση των ουρητήρων γινόταν ενδοφλέβια πυελογραφία. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αντικατασταθεί από το υπερηχογράφημα νεφρών, την αξονική τομογραφία (CT) και τη μαγνητική τομογραφία (MRI).
Despite the fact that there is no requirement to image lymph nodes, their involvement significantly impacts survival. Therapeutic decisions are often modi- Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει απαίτηση απεικόνισης των λεμφαδένων, η συμμετοχή τους επηρεάζει σημαντικά την επιβίωση. Οι θεραπευτικές αποφάσεις συχνά τροποποιούνται
Table 1. FIGO Staging System for Cervical Carcinoma Πίνακας 1. Σύστημα σταδιοποίησης FIGO για το καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας
0 Carcinoma in situ (preinvasive carcinoma) 0 Καρκίνωμα in situ (προεπεμβατικό καρκίνωμα)
I Cervical carcinoma confined to uterus (extension to corpus should be disregarded) I Καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας που περιορίζεται στη μήτρα (η επέκταση στο στέλεχος δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη)
Invasive carcinoma diagnosed only by microscopy. Διηθητικό καρκίνωμα που διαγιγνώσκεται μόνο με μικροσκόπηση.
IA All macroscopically visible lesions-even with superficial invasion-are stage IB ΙΑ Όλες οι μακροσκοπικά ορατές βλάβες -ακόμη και με επιφανειακή διείσδυση- είναι στάδιο ΙΒ
IA1 Stromal invasion no greater than 3.0 mm in depth and 7.0 mm or less in horizontal spread IA1 Στρεμματική διείσδυση όχι μεγαλύτερη από 3,0 mm σε βάθος και 7,0 mm ή λιγότερο σε οριζόντια εξάπλωση
IA2 Stromal invasion more than 3.0 mm and not more than 5.0 mm with a horizontal spread 7.0 mm or less IA2 Στερεοειδική διείσδυση άνω των 3,0 mm και όχι άνω των 5,0 mm με οριζόντια εξάπλωση 7,0 mm ή λιγότερο
IB Clinically visible lesion confined to the cervix or microscopic lesion greater than IA2 IB Κλινικά ορατή βλάβη που περιορίζεται στον τράχηλο της μήτρας ή μικροσκοπική βλάβη μεγαλύτερη από IA2
IB1 Clinically visible lesion 4.0 cm or less in greatest dimension IB1 Κλινικά ορατή βλάβη 4,0 cm ή λιγότερο στη μεγαλύτερη διάσταση
IB2 Clinically visible lesion more than 4 cm in greatest dimension IB2 Κλινικά ορατή βλάβη μεγαλύτερη από 4 cm στη μεγαλύτερη διάσταση
II Tumor invades beyond the uterus but not to pelvic wall or to lower third of the vagina II Ο όγκος εισχωρεί πέρα από τη μήτρα αλλά όχι στο πυελικό τοίχωμα ή στο κατώτερο τρίτο του κόλπου
IIA Without parametrial invasion IIA Χωρίς παραμετρική διείσδυση
IIB With parametrial invasion IIB Με παραμετρική διείσδυση
III Tumor extends to pelvic wall and/or involves lower third of vagina and/or causes hydronephrosis or nonfunctioning kidney III Ο όγκος επεκτείνεται στο πυελικό τοίχωμα και/ή περιλαμβάνει το κατώτερο τρίτο του κόλπου και/ή προκαλεί υδρονέφρωση ή μη λειτουργικό νεφρό.
IIIA Tumor involves lower third of vagina no extension to pelvic wall IIIA Ο όγκος αφορά το κατώτερο τρίτο του κόλπου χωρίς επέκταση στο πυελικό τοίχωμα
IIIB Tumor extends to pelvic wall and/or causes hydronephrosis or nonfunctioning kidney IIIB Ο όγκος επεκτείνεται στο πυελικό τοίχωμα και/ή προκαλεί υδρονέφρωση ή μη λειτουργικό νεφρό
IVA Tumor invades mucosa of bladder or rectum and/or extends beyond true pelvis IVA Ο όγκος προσβάλλει το βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης ή του ορθού και/ή εκτείνεται πέραν της αληθινής πυέλου
IVB Distant metastasis IVB Απομακρυσμένη μετάσταση
fied with knowledge about potential or obvious involvement of pelvic, para-aortic, and/or supraclavicular lymph nodes. For this reason, while imaging modalities are limited in their accuracy, CT, MRI, and/or positron emission tomography (PET) are being increasingly used to evaluate the draining lymph nodes. There continues to be some support for surgical staging, but few practitioners rely on surgical staging in locally advanced cervical cancers where definitive concurrent chemoradiation, without surgery, is usually the recommended treatment. με γνώση για πιθανή ή προφανή συμμετοχή πυελικών, παρααορτικών και/ή υπερκλείδιων λεμφαδένων. Για το λόγο αυτό, αν και οι απεικονιστικές μέθοδοι είναι περιορισμένες ως προς την ακρίβειά τους, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία ή/και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για την αξιολόγηση των αποχετευτικών λεμφαδένων. Εξακολουθεί να υπάρχει κάποια υποστήριξη για τη χειρουργική σταδιοποίηση, αλλά λίγοι επαγγελματίες βασίζονται στη χειρουργική σταδιοποίηση σε τοπικά προχωρημένους καρκίνους του τραχήλου της μήτρας, όπου η οριστική ταυτόχρονη χημειοακτινοβολία, χωρίς χειρουργική επέμβαση, είναι συνήθως η συνιστώμενη θεραπεία.
Both MRI and CT are being used to detect nodal metastases and appear from multiple reports to have comparable accuracy. Accuracies for CT are reported to be between 83%83 \% to 90%90 \% and for MRI, between 86%86 \% and 90%^(4-7)90 \%{ }^{4-7} The sensitivities of MRI and CT are low ( 43%43 \% to 73%73 \% ), because both rely on size criteria for determining the likelihood of nodal involvement. ^(8){ }^{8} More recent investigations have focused on the use of ultra small particles of iron oxide (USPIO) as an MRI contrast agent. These appear to improve the sensitivity for detecting lymph node metastases while retaining the specificity. ^(9){ }^{9} Further investigations of the accuracy of USPIO as an MRI contrast agent are being performed through the Gynecologic Oncology Group (GOG) and the American College of Radiology Imagining Network (ACRIN). Surgical staging is considered the gold standard to which imaging tests are compared. Τόσο η μαγνητική τομογραφία όσο και η αξονική τομογραφία χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση οζιδιακών μεταστάσεων και φαίνεται από πολλαπλές αναφορές να έχουν συγκρίσιμη ακρίβεια. Οι ακρίβειες για την αξονική τομογραφία αναφέρεται ότι κυμαίνονται μεταξύ 83%83 \% έως 90%90 \% και για τη μαγνητική τομογραφία, μεταξύ 86%86 \% και 90%^(4-7)90 \%{ }^{4-7} Οι ευαισθησίες της μαγνητικής τομογραφίας και της αξονικής τομογραφίας είναι χαμηλές ( 43%43 \% έως 73%73 \% ), επειδή και οι δύο βασίζονται σε κριτήρια μεγέθους για τον προσδιορισμό της πιθανότητας οζώδους προσβολής. ^(8){ }^{8} Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν επικεντρωθεί στη χρήση εξαιρετικά μικρών σωματιδίων οξειδίου του σιδήρου (USPIO) ως σκιαγραφικού παράγοντα MRI. Αυτά φαίνεται να βελτιώνουν την ευαισθησία για την ανίχνευση λεμφαδενικών μεταστάσεων, διατηρώντας παράλληλα την ειδικότητα. ^(9){ }^{9} Περαιτέρω έρευνες σχετικά με την ακρίβεια του USPIO ως παράγοντα αντίθεσης στη μαγνητική τομογραφία διεξάγονται μέσω της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας (GOG) και του δικτύου απεικόνισης του Αμερικανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (ACRIN). Η χειρουργική σταδιοποίηση θεωρείται το χρυσό πρότυπο με το οποίο συγκρίνονται οι απεικονιστικές εξετάσεις.
PET/CT is increasingly recognized as probably the most accurate non-invasive imaging test for evaluation of lymph node involvement. ^(10,11){ }^{10,11} Sensitivity and specificities as high as 100%100 \% and 99.7%99.7 \%, respectively, have been reported for lymph nodes larger than 5 mm in diameter. ^(12){ }^{12} Grigsby et al compared the results of CT and PET imaging findings for lymph node staging and prediction of prognosis. In their study, PET detected abnormal fluorodeoxyglucose (FDG) uptake in 67%67 \% of pelvic nodes and 21%21 \% of para-aortic nodes, compared with only 20%20 \% and 7%7 \%, respectively, using CT. While these results were not compared with surgical staging, the 2 -year progression-free survival was significantly more correlated with abnormalities detected on PET scan than on CT. A multivariate analysis showed that the most significant prognostic factor for progressionfree survival was PET-detected positive para-aortic lymph nodes. ^(13){ }^{13} The experiences of centers such as the Mallinkrodt Institute of Radiology need to be reproduced in multiple centers and settings. In a systematic review the pooled sensitivity and specificity data of PET for detecting pelvic nodes in newly diagnosed cervical cancer were 79%79 \% and 99%99 \%, respectively. ^(14){ }^{14} In advanced disease where PET has been compared to surgical staging for para-aortic nodal involvement, sensitivities of 68%68 \% to 94%94 \% (pooled 84%84 \% ) and specificities of 89%89 \% to 98%98 \% (pooled 95%)^(11,15,16)95 \%)^{11,15,16} have been reported. In addition, PET detected involved supraclavicular lymph nodes in 8%8 \% of patients . PET/CT may become the preferred imaging technique in patients with cervical cancer since correlation may be made between areas of nucleotide uptake and their anatomic location. Η PET/CT αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως η πιο ακριβής μη επεμβατική απεικονιστική εξέταση για την αξιολόγηση της προσβολής των λεμφαδένων. ^(10,11){ }^{10,11} Έχουν αναφερθεί ευαισθησίες και ειδικότητες τόσο υψηλές όσο 100%100 \% και 99.7%99.7 \% , αντίστοιχα, για λεμφαδένες με διάμετρο μεγαλύτερη από 5 mm. ^(12){ }^{12} Οι Grigsby και συν. συνέκριναν τα αποτελέσματα των ευρημάτων της CT και της PET απεικόνισης για τη σταδιοποίηση των λεμφαδένων και την πρόβλεψη της πρόγνωσης. Στη μελέτη τους, η PET ανίχνευσε μη φυσιολογική πρόσληψη φθοριοδεοξυγλυκόζης (FDG) σε 67%67 \% πυελικούς κόμβους και 21%21 \% παρααορτικούς κόμβους, σε σύγκριση με μόνο 20%20 \% και 7%7 \% , αντίστοιχα, με τη χρήση CT. Παρόλο που τα αποτελέσματα αυτά δεν συγκρίθηκαν με τη χειρουργική σταδιοποίηση, η επιβίωση χωρίς εξέλιξη 2 -ετών συσχετίστηκε σημαντικά περισσότερο με τις ανωμαλίες που ανιχνεύθηκαν με τη σάρωση ΡΕΤ παρά με την αξονική τομογραφία. Μια πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας για την επιβίωση χωρίς εξέλιξη ήταν οι θετικοί παρααορτικοί λεμφαδένες που ανιχνεύθηκαν με PET. ^(13){ }^{13} Οι εμπειρίες κέντρων όπως το Ινστιτούτο Ακτινολογίας Mallinkrodt πρέπει να αναπαραχθούν σε πολλά κέντρα και περιβάλλοντα. Σε μια συστηματική ανασκόπηση τα συγκεντρωτικά δεδομένα ευαισθησίας και ειδικότητας της PET για την ανίχνευση πυελικών λεμφαδένων σε νεοδιαγνωσθέντα καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ήταν 79%79 \% και 99%99 \% , αντίστοιχα. ^(14){ }^{14} Σε προχωρημένη νόσο, όπου η PET έχει συγκριθεί με τη χειρουργική σταδιοποίηση για τη συμμετοχή των παραορτικών κόμβων, έχουν αναφερθεί ευαισθησίες 68%68 \% έως 94%94 \% (συγκεντρωτικά 84%84 \% ) και ειδικότητες 89%89 \% έως 98%98 \% (συγκεντρωτικά 95%)^(11,15,16)95 \%)^{11,15,16} . Επιπλέον, η PET ανίχνευσε εμπλεκόμενους υπερκλείδιους λεμφαδένες σε 8%8 \% των ασθενών . Η PET/CT μπορεί να γίνει η προτιμώμενη τεχνική απεικόνισης σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, δεδομένου ότι μπορεί να γίνει συσχέτιση μεταξύ των περιοχών πρόσληψης νουκλεοτιδίων και της ανατομικής τους θέσης.
PROGNOSTIC FACTORS ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΊ ΠΑΡΆΓΟΝΤΕΣ
Traditional prognostic factors in cervical cancer have been well studied. Patient-related prognostic factors include age, ^(17-20){ }^{17-20} anemia, ^(21){ }^{21} and smoking. ^(22){ }^{22} Tumorrelated factors include stage, ^(17,19,23-26){ }^{17,19,23-26} tumor size, ^(18,20,24,25,27){ }^{18,20,24,25,27} nodal involvement, ^(20){ }^{20} cell type, ^(3,24){ }^{3,24} and Οι παραδοσιακοί προγνωστικοί παράγοντες στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχουν μελετηθεί επαρκώς. Στους προγνωστικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή περιλαμβάνονται η ηλικία, η ^(17-20){ }^{17-20} αναιμία, ^(21){ }^{21} και το κάπνισμα. ^(22){ }^{22} Οι παράγοντες που σχετίζονται με τον όγκο περιλαμβάνουν το στάδιο, ^(17,19,23-26){ }^{17,19,23-26} το μέγεθος του όγκου, ^(18,20,24,25,27){ }^{18,20,24,25,27} την οζώδη συμμετοχή, ^(20){ }^{20} τον κυτταρικό τύπο, ^(3,24){ }^{3,24} και
hypoxia. ^(21){ }^{21} Radiation treatment-related factors include overall treatment time, ^(17,23-25,28){ }^{17,23-25,28} dose, ^(24,29,30){ }^{24,29,30} use of brachytherapy, ^(30){ }^{30} and concurrent chemotherapy. ^(31){ }^{31} Shorter treatment times, higher doses, use of brachytherapy, and use of chemotherapy are all associated with better outcomes. υποξία. ^(21){ }^{21} Οι παράγοντες που σχετίζονται με την ακτινοθεραπεία περιλαμβάνουν το συνολικό χρόνο θεραπείας, ^(17,23-25,28){ }^{17,23-25,28} τη δόση, ^(24,29,30){ }^{24,29,30} τη χρήση βραχυθεραπείας, ^(30){ }^{30} και την ταυτόχρονη χημειοθεραπεία. ^(31){ }^{31} Οι μικρότεροι χρόνοι θεραπείας, οι υψηλότερες δόσεις, η χρήση βραχυθεραπείας και η χρήση χημειοθεραπείας σχετίζονται με καλύτερα αποτελέσματα.
Numerous biologic markers have been studied, from both serum and tissue. To date, no useful marker has been identified. An ideal serum marker would allow for risk stratification prior to treatment, assessment of response to therapy, and detection of early recurrence in follow-up. The most commonly studied serum markers are squamous cell carcinoma antigen, carcinoembryonic antigen (CEA), CA125 and CYFRA21-1. ^(32){ }^{32} Only CA125 may have a role in prognosis and follow-up for adenocarcinoma of the cervix. Markers from tissue (eg, from immunohistochemical stains) would allow for risk stratification prior to therapy and for tailoring therapy to a specific agent. Numerous tissue markers have been studied, such as HER2, CD24, cyclin A, beta-3 integrin, PAI-1, and CDH1/CHD13. Interpretation of this literature is problematic because of small study sizes and a failure to examine whether the biologic marker has incremental prognostic importance beyond traditional factors. Έχουν μελετηθεί πολυάριθμοι βιολογικοί δείκτες, τόσο από τον ορό όσο και από τους ιστούς. Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί κανένας χρήσιμος δείκτης. Ένας ιδανικός δείκτης ορού θα επέτρεπε τη διαστρωμάτωση του κινδύνου πριν από τη θεραπεία, την αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία και την ανίχνευση πρώιμης υποτροπής κατά την παρακολούθηση. Οι πιο συχνά μελετημένοι δείκτες ορού είναι το αντιγόνο πλακώδους καρκινώματος, το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA), το CA125 και το CYFRA21-1. ^(32){ }^{32} Μόνο το CA125 μπορεί να έχει ρόλο στην πρόγνωση και την παρακολούθηση του αδενοκαρκινώματος του τραχήλου της μήτρας. Οι δείκτες από ιστούς (π.χ. από ανοσοϊστοχημικές χρώσεις) θα επέτρεπαν τη διαστρωμάτωση του κινδύνου πριν από τη θεραπεία και την προσαρμογή της θεραπείας σε συγκεκριμένο παράγοντα. Έχουν μελετηθεί πολυάριθμοι ιστικοί δείκτες, όπως HER2, CD24, κυκλίνη Α, β-3 ιντεγκρίνη, PAI-1 και CDH1/CHD13. Η ερμηνεία αυτής της βιβλιογραφίας είναι προβληματική λόγω του μικρού μεγέθους των μελετών και της αποτυχίας να εξεταστεί κατά πόσον ο βιολογικός δείκτης έχει αυξητική προγνωστική σημασία πέραν των παραδοσιακών παραγόντων.
TREATMENT OF EARLY DISEASE ΘΕΡΑΠΕΊΑ ΤΗΣ ΠΡΏΙΜΗΣ ΝΌΣΟΥ
Early cervical cancer may be treated with surgery (modified or radical hysterectomy with pelvic lymph node dissection) or radiotherapy. These treatments are considered equivalent for outcome although only one randomized study has been performed to address the question. ^(33){ }^{33} Factors influencing the decision to use surgery or definitive radiotherapy as the first treatment include patient factors (eg, age, comorbidity, patient preference) and tumor factors (eg, stage, tumor size, lymphovascular space invasion), as well as the physician’s preference and resource availability. Selecting patients who are unlikely to require adjuvant treatment after surgery spares them the toxicity of multiple treatment modalities, which is worse than one alone. Surgery for young patients allows for ovarian preservation and spares the risk of radiation-induced second malignancy, which has been estimated at approximately 1%1 \% for long-term survivors. ^(34){ }^{34} Ο πρώιμος καρκίνος του τραχήλου της μήτρας μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση (τροποποιημένη ή ριζική υστερεκτομή με εκτομή πυελικών λεμφαδένων) ή ακτινοθεραπεία. Αυτές οι θεραπείες θεωρούνται ισοδύναμες ως προς το αποτέλεσμα, αν και μόνο μία τυχαιοποιημένη μελέτη έχει διεξαχθεί για να εξετάσει το ζήτημα. ^(33){ }^{33} Οι παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση να χρησιμοποιηθεί η χειρουργική επέμβαση ή η οριστική ακτινοθεραπεία ως πρώτη θεραπεία περιλαμβάνουν παράγοντες της ασθενούς (π.χ. ηλικία, συννοσηρότητα, προτίμηση της ασθενούς) και παράγοντες του όγκου (π.χ. στάδιο, μέγεθος του όγκου, εισβολή στο λεμφαγγειακό χώρο), καθώς και την προτίμηση του ιατρού και τη διαθεσιμότητα των πόρων. Η επιλογή ασθενών που είναι απίθανο να χρειαστούν επικουρική θεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση τους γλιτώνει από την τοξικότητα πολλαπλών θεραπευτικών μεθόδων, η οποία είναι χειρότερη από μία μόνο. Η χειρουργική επέμβαση για τις νεαρές ασθενείς επιτρέπει τη διατήρηση των ωοθηκών και γλιτώνει τον κίνδυνο δεύτερης κακοήθειας που προκαλείται από ακτινοβολία, ο οποίος έχει υπολογιστεί σε περίπου 1%1 \% για τους μακροχρόνια επιζώντες. ^(34){ }^{34}
Since 1994 fertility-sparing surgery in the form of radical trachelectomy and lymph node dissection has been performed in highly selected patients, usually with stage IB1 cancers. A recent review of 548 patients included in seven series in the literature treating more than 20 patients each reported that 97%97 \% of patients had stage IB1 disease or less; 88%88 \% had tumors < 2cm<2 \mathrm{~cm} in diameter. ^(35){ }^{35} While lymphovascular space involvement (LVSI) was present in 28%28 \% of patients, only 5%5 \% had positive lymph nodes at surgery. Survival and fertility rates have been deemed acceptable in experienced Από το 1994, η χειρουργική επέμβαση που εξοικονομεί τη γονιμότητα με τη μορφή ριζικής τραχελεκτομής και εκτομής λεμφαδένων πραγματοποιείται σε πολύ επιλεγμένους ασθενείς, συνήθως με καρκίνο σταδίου ΙΒ1. Μια πρόσφατη ανασκόπηση 548 ασθενών που συμπεριλήφθηκαν σε επτά σειρές στη βιβλιογραφία που αντιμετώπισαν περισσότερους από 20 ασθενείς η καθεμία ανέφερε ότι 97%97 \% των ασθενών είχαν νόσο σταδίου ΙΒ1 ή λιγότερο- 88%88 \% είχαν όγκους < 2cm<2 \mathrm{~cm} σε διάμετρο. ^(35){ }^{35} Ενώ η συμμετοχή του λεμφαγγειακού χώρου (LVSI) ήταν παρούσα σε 28%28 \% των ασθενών, μόνο 5%5 \% είχαν θετικούς λεμφαδένες κατά τη χειρουργική επέμβαση. Τα ποσοστά επιβίωσης και γονιμότητας έχουν κριθεί αποδεκτά σε έμπειρους
hands and trachelectomy is considered to be a standard of care for selected patients with a desire to maintain fertility. The recurrence rate is about 5%5 \% and the mortality rate is about 3%3 \%. These are deemed comparable outcomes to those with radical hysterectomy and lymph node dissection in a similar group of patients. τα χέρια και η τραχελεκτομή θεωρείται ως η συνήθης φροντίδα για επιλεγμένους ασθενείς με επιθυμία διατήρησης της γονιμότητας. Το ποσοστό υποτροπής είναι περίπου 5%5 \% και το ποσοστό θνησιμότητας είναι περίπου 3%3 \% . Τα αποτελέσματα αυτά θεωρούνται συγκρίσιμα με εκείνα της ριζικής υστερεκτομής και της λεμφαδενικής εκτομής σε παρόμοια ομάδα ασθενών.
Intraoperative and postoperative complication rates are 4%4 \% and 12%12 \%, respectively. Ten percent of patients had indications for adjuvant treatments. The risk of recurrence is statistically higher for those with tumor sizes > 2cm>2 \mathrm{~cm} and LVSI. Pregnancy outcomes ^(35){ }^{35} are reported to be between 41%41 \% and 78%78 \%; 64%64 \% resulted in third-trimester live births. Careful selection of patients with lesions sized less than 2 cm and preferably without LVSI results in acceptable cure rates and the probability of pregnancies resulting in live births. Τα ποσοστά διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών είναι 4%4 \% και 12%12 \% , αντίστοιχα. Το 10 % των ασθενών είχαν ενδείξεις για επικουρικές θεραπείες. Ο κίνδυνος υποτροπής είναι στατιστικά υψηλότερος για εκείνους με μέγεθος όγκου > 2cm>2 \mathrm{~cm} και LVSI. Τα αποτελέσματα της εγκυμοσύνης ^(35){ }^{35} αναφέρονται μεταξύ 41%41 \% και 78%78 \% ; 64%64 \% οδήγησαν σε γεννήσεις ζώντων παιδιών στο τρίτο τρίμηνο. Η προσεκτική επιλογή ασθενών με βλάβες μεγέθους μικρότερου των 2 cm και κατά προτίμηση χωρίς LVSI οδηγεί σε αποδεκτά ποσοστά ίασης και πιθανότητα εγκυμοσύνης που καταλήγει σε γεννήσεις ζώντων παιδιών.
Traditional risk factors after surgery, such as involved margins, parametria, or lymph nodes, fail to completely capture the risk of relapse and the need for postoperative adjuvant therapy. High-risk primary tumor factors in the absence of these traditional factors are associated with a 30%30 \% risk of relapse. These features include the combination of large tumor size, depth of stromal invasion, and LVSI (Figure 1). Adjuvant postoperative pelvic radiotherapy in this setting has been shown to improve local control with a trend towards improved survival. ^(36){ }^{36} Whether the addition of concurrent chemotherapy to pelvic radiotherapy is of any benefit in this setting is unknown. Adenocarcinomas may be one subgroup of patients who would benefit, given their known worse prognosis. Οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου μετά τη χειρουργική επέμβαση, όπως τα εμπλεκόμενα περιθώρια, τα παραμετρικά ή οι λεμφαδένες, αποτυγχάνουν να αποτυπώσουν πλήρως τον κίνδυνο υποτροπής και την ανάγκη για μετεγχειρητική επικουρική θεραπεία. Οι παράγοντες υψηλού κινδύνου του πρωτοπαθούς όγκου ελλείψει αυτών των παραδοσιακών παραγόντων σχετίζονται με 30%30 \% κίνδυνο υποτροπής. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν τον συνδυασμό μεγάλου μεγέθους όγκου, βάθους στρωματικής διείσδυσης και LVSI (Εικόνα 1). Η επικουρική μετεγχειρητική πυελική ακτινοθεραπεία σε αυτή τη ρύθμιση έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τον τοπικό έλεγχο με τάση βελτίωσης της επιβίωσης. ^(36){ }^{36} Το κατά πόσον η προσθήκη ταυτόχρονης χημειοθεραπείας στην πυελική ακτινοθεραπεία έχει όφελος σε αυτή τη ρύθμιση είναι άγνωστο. Τα αδενοκαρκινώματα μπορεί να αποτελούν μια υποομάδα ασθενών που θα ωφελούνταν, δεδομένης της γνωστής χειρότερης πρόγνωσής τους.
Patients with traditional risk factors identified after surgery previously received adjuvant postoperative pelvic radiotherapy alone to improve local control. A randomized trial of pelvic radiotherapy with concurrent chemotherapy in patients with positive pelvic adenopathy, parametrial disease, or positive margins has Ασθενείς με παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου που είχαν εντοπιστεί μετά τη χειρουργική επέμβαση έλαβαν προηγουμένως επικουρική μετεγχειρητική πυελική ακτινοθεραπεία μόνο για τη βελτίωση του τοπικού ελέγχου. Μια τυχαιοποιημένη δοκιμή πυελικής ακτινοθεραπείας με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία σε ασθενείς με θετική πυελική αδενοπάθεια, παραμετρική νόσο ή θετικά περιθώρια έχει
Figure 1. High-risk factor combinations for lymph nodenegative stage IB cervical cancer. Patients falling into the high-risk group benefited from postoperative adjuvant radiotherapy compared to no adjuvant treatment. Based on data from Sedlis et al. ^(36){ }^{36} LVI, lymphovascular space invasion; Neg, negative; Pos, positive. Σχήμα 1. Συνδυασμοί παραγόντων υψηλού κινδύνου για λεμφαδενικά αρνητικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ. Οι ασθενείς που εμπίπτουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου επωφελήθηκαν από τη μετεγχειρητική επικουρική ακτινοθεραπεία σε σύγκριση με τη μη επικουρική θεραπεία. Με βάση τα δεδομένα των Sedlis et al. ^(36){ }^{36} LVI, εισβολή στο λεμφαγγειακό χώρο- Neg, αρνητικός- Pos, θετικός.
shown improved survival when compared to radiotherapy alone. ^(37){ }^{37} έδειξε βελτιωμένη επιβίωση σε σύγκριση με την ακτινοθεραπεία μόνο. ^(37){ }^{37}
TREATMENT OF LOCALLY ADVANCED DISEASE ΘΕΡΑΠΕΊΑ ΤΟΠΙΚΆ ΠΡΟΧΩΡΗΜΈΝΗΣ ΝΌΣΟΥ
Radiotherapy has been the cornerstone of management of locally advanced cervical cancer for the past 100 years. Radiotherapy as a locoregional treatment is used to treat tumor in the pelvis and sometimes the para-aortic nodes. It usually consists of external-beam treatments combined with intracavitary brachytherapy. Disease-free survival rates of 80%80 \% to 90%90 \% for stage I, 65%65 \% for stage II, and 40%40 \% for stage III have been reported. ^(24){ }^{24} In 1999, a series of randomized clinical trials reported improved survival with the addition of concurrent chemotherapy to standard radiotherapy. Improvements in local and distant relapse rates were observed. The estimated overall incremental survival benefit is 6%^(31)6 \%{ }^{31} Concurrent cisplatin-based chemotherapy and radiation therapy is now considered the standard of care for locally advanced disease. Studies from the United States and Canada suggest that these trials have changed practice from radiotherapy alone to radiotherapy with chemotherapy. ^(38,39){ }^{38,39} Η ακτινοθεραπεία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιμετώπισης του τοπικά προχωρημένου καρκίνου του τραχήλου της μήτρας τα τελευταία 100 χρόνια. Η ακτινοθεραπεία ως τοπική θεραπεία χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του όγκου στην πύελο και μερικές φορές στους παρααορτικούς κόμβους. Συνήθως αποτελείται από θεραπείες εξωτερικής δέσμης σε συνδυασμό με ενδοκοιλιακή βραχυθεραπεία. Έχουν αναφερθεί ποσοστά επιβίωσης χωρίς νόσο από 80%80 \% έως 90%90 \% για το στάδιο Ι, 65%65 \% για το στάδιο ΙΙ και 40%40 \% για το στάδιο ΙΙΙ. ^(24){ }^{24} Το 1999, μια σειρά τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών ανέφερε βελτιωμένη επιβίωση με την προσθήκη ταυτόχρονης χημειοθεραπείας στην τυπική ακτινοθεραπεία. Παρατηρήθηκαν βελτιώσεις στα ποσοστά τοπικών και απομακρυσμένων υποτροπών. Το εκτιμώμενο συνολικό αυξητικό όφελος επιβίωσης είναι 6%^(31)6 \%{ }^{31} Η ταυτόχρονη χημειοθεραπεία με βάση τη σισπλατίνη και η ακτινοθεραπεία θεωρούνται πλέον το πρότυπο θεραπείας για την τοπικά προχωρημένη νόσο. Μελέτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά υποδηλώνουν ότι οι δοκιμές αυτές έχουν αλλάξει την πρακτική από την ακτινοθεραπεία μόνη της στην ακτινοθεραπεία με χημειοθεραπεία. ^(38,39){ }^{38,39}
The principles of external-beam radiotherapy are to include clinically obvious gross tumor along with all of the potential sites of microscopic spread, including the uterus, upper vagina, parametria, uterosacral ligaments, and draining pelvic lymph nodes (internal iliac, external iliac, obturator, and presacral nodes). The patterns of care studies recommend that the total paracervical tumor dose (sum of external-beam radiotherapy and brachytherapy) be between 85 and 90 Gy (low-dose-rate [LDR] equivalent), that total pelvic sidewall dose be between 55 and 65 Gy , and that overall treatment time not exceed 8 weeks. ^(40){ }^{40} Prolonged treatment time, beyond 50 to 56 days, is associated with a 1%1 \% loss of local control for every additional day of treatment. ^(25){ }^{25} Brachytherapy is an integral part of radiotherapy for cervical cancer and is critical for obtaining cure. It allows for high cervical and para-cervical doses that would be impossible to give with external beam alone. ^(30){ }^{30} Unfortunately, 5%5 \% to 10%10 \% of patients are unable to receive brachytherapy ^(41){ }^{41} because of technical difficulties with the insertion (eg, stenotic os, inability to locate os). These patients should be given an externalbeam boost if the intent is to cure. Οι αρχές της ακτινοθεραπείας με εξωτερική δέσμη είναι να περιλαμβάνει τον κλινικά εμφανή ακαθάριστο όγκο μαζί με όλες τις πιθανές θέσεις μικροσκοπικής εξάπλωσης, συμπεριλαμβανομένης της μήτρας, του ανώτερου κόλπου, των παραμέτρων, των μητροσάκχινων συνδέσμων και των λεμφαδένων της πυέλου που αποχετεύουν (έσω λαγόνιος, έξω λαγόνιος, οβελιαίος και προσάκτιος κόμβος). Οι μελέτες για τα πρότυπα περίθαλψης συνιστούν η συνολική δόση του παρατραχηλικού όγκου (άθροισμα της ακτινοθεραπείας με εξωτερική δέσμη και της βραχυθεραπείας) να κυμαίνεται μεταξύ 85 και 90 Gy (ισοδύναμο χαμηλού ρυθμού δόσης [LDR]), η συνολική δόση του πυελικού πλευρικού τοιχώματος να κυμαίνεται μεταξύ 55 και 65 Gy , και ο συνολικός χρόνος θεραπείας να μην υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες. ^(40){ }^{40} Ο παρατεταμένος χρόνος θεραπείας, πέραν των 50 έως 56 ημερών, σχετίζεται με 1%1 \% απώλεια τοπικού ελέγχου για κάθε πρόσθετη ημέρα θεραπείας. ^(25){ }^{25} Η βραχυθεραπεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ακτινοθεραπείας για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη ίασης. Επιτρέπει υψηλές δόσεις τραχήλου και παρατραχήλου που θα ήταν αδύνατο να χορηγηθούν μόνο με εξωτερική δέσμη. ^(30){ }^{30} Δυστυχώς, 5%5 \% έως 10%10 \% των ασθενών δεν μπορούν να λάβουν βραχυθεραπεία ^(41){ }^{41} λόγω τεχνικών δυσκολιών με την εισαγωγή (π.χ. στενωτικό οστό, αδυναμία εντοπισμού του οστού). Στους ασθενείς αυτούς θα πρέπει να χορηγείται ενίσχυση με εξωτερική δέσμη, εάν η πρόθεση είναι η θεραπεία.
The Radiation Therapy Oncology Group (RTOG) has evaluated the role of routine adjuvant hysterectomy in stage IB2 patients after radiotherapy versus definitive radiotherapy alone. ^(42){ }^{42} There was no difference in survival in the two arms and adjuvant hysterectomy is not routinely recommended. Nevertheless, there may be a small subgroup of patients with persistent central disease that could be salvaged with surgery. Η Ομάδα Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας (RTOG) αξιολόγησε το ρόλο της συνήθους επικουρικής υστερεκτομής σε ασθενείς σταδίου ΙΒ2 μετά από ακτινοθεραπεία έναντι της οριστικής ακτινοθεραπείας και μόνο. ^(42){ }^{42} Δεν υπήρξε διαφορά στην επιβίωση στα δύο σκέλη και η επικουρική υστερεκτομή δεν συνιστάται συνήθως. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει μια μικρή υποομάδα ασθενών με επίμονη κεντρική νόσο που θα μπορούσε να διασωθεί με χειρουργική επέμβαση.
Prior to the advent of three-dimensional conformal radiotherapy (3D-CRT), fields were based on bony pel- Πριν από την έλευση της τρισδιάστατης σύμμορφης ακτινοθεραπείας (3D-CRT), τα πεδία βασίζονταν σε οστικά πελ-
vic anatomy using a four-field box or anterior-posterior parallel pair technique. Typical superior field borders were L4/L5 or L5/S1 interspace; inferior: bottom of obturator foramen. The lateral borders of the anterior and posterior fields were approximately 2 cm lateral to the widest part of the pelvic inlet. The posterior field edge of the lateral field was conventionally placed at the S2/S3 interspace; the anterior field edge was anterior to the symphysis pubis. Typical whole pelvis ex-ternal-beam doses are 45 to 50 Gy given in 1.8- to 2.0-Gy fractions, followed by a parametrial boost of 5.4 to 9.0 Gy (anterior and posterior fields to the low pelvis, with a central block) to ensure adequate pelvic side wall dose. ανατομία του θύματος με τη χρήση τετραπλού πεδίου ή με την τεχνική του πρόσθιου-οπίσθιου παράλληλου ζεύγους. Τυπικά ανώτερα όρια πεδίου ήταν το μεσοδιάστημα L4/L5 ή L5/S1- κατώτερα: πυθμένας του οβελιαίου τρήματος. Τα πλευρικά όρια του πρόσθιου και του οπίσθιου πεδίου ήταν περίπου 2 cm πλευρικά του ευρύτερου τμήματος της πυελικής εισόδου. Το οπίσθιο άκρο του πλευρικού πεδίου τοποθετήθηκε συμβατικά στο μεσοδιάστημα S2/S3- το πρόσθιο άκρο του πεδίου βρισκόταν μπροστά από την ηβική σύμφυση. Οι τυπικές δόσεις όλης της πυέλου από την εξωτερική δέσμη είναι 45 έως 50 Gy που χορηγούνται σε κλάσματα των 1,8 έως 2,0 Gy, ακολουθούμενες από μια παραμετρική ενίσχυση των 5,4 έως 9,0 Gy (πρόσθιο και οπίσθιο πεδίο στη χαμηλή πύελο, με κεντρικό αποκλεισμό) για να εξασφαλιστεί επαρκής δόση του πλευρικού τοιχώματος της πυέλου.
3D-CRT is now standard practice in most of the developed world. This allows localization of the uterus, cervix, and vessels (which serve as surrogates for lymph node locations). Customized shielding with multi-leaf collimation can be created with these images to ensure adequate target coverage while maximizing normal structure protection and still using a four-field box technique. Studies have estimated the location and distance of lymph nodes from vessels. One study of 20 gynecologic cancer patients used MRI with USPIO to provide guidelines about the distance the lymph nodes reside from each of the vessel branches in the pelvis. ^(43){ }^{43} This group recommends an auto-expansion of 7 mm around the vessel contours, with additional small adjustments to ensure full nodal coverage. A recent consensus document includes these details along with guidelines for contouring the parametrial tissue and the presacral nodal group. ^(44){ }^{44} Η 3D-CRT αποτελεί πλέον συνήθη πρακτική στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου. Αυτό επιτρέπει τον εντοπισμό της μήτρας, του τραχήλου της μήτρας και των αγγείων (τα οποία χρησιμεύουν ως υποκατάστατα για τις θέσεις των λεμφαδένων). Με αυτές τις εικόνες μπορεί να δημιουργηθεί προσαρμοσμένη θωράκιση με συμβολομετρία πολλαπλών φύλλων, ώστε να διασφαλιστεί επαρκής κάλυψη του στόχου, ενώ παράλληλα μεγιστοποιείται η προστασία της φυσιολογικής δομής και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται τεχνική τεσσάρων πεδίων box. Μελέτες έχουν εκτιμήσει τη θέση και την απόσταση των λεμφαδένων από τα αγγεία. Σε μια μελέτη 20 ασθενών με γυναικολογικό καρκίνο χρησιμοποιήθηκε μαγνητική τομογραφία με USPIO για την παροχή κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την απόσταση των λεμφαδένων από καθέναν από τους κλάδους των αγγείων στην πύελο. ^(43){ }^{43} Η ομάδα αυτή συνιστά μια αυτόματη επέκταση 7 mm γύρω από τα περιγράμματα των αγγείων, με πρόσθετες μικρές προσαρμογές για να εξασφαλιστεί η πλήρης κάλυψη των κόμβων. Ένα πρόσφατο έγγραφο συναίνεσης περιλαμβάνει αυτές τις λεπτομέρειες μαζί με κατευθυντήριες γραμμές για το περίγραμμα του παραμετρικού ιστού και της προκάρπιας ομάδας κόμβων. ^(44){ }^{44}
Intensity-modulated radiotherapy (IMRT) is a highly conformal technique that allows radiation treatment volumes to be specifically shaped to the target volume of interest. It requires optimized patient immobilization, minimal internal organ motion, and very accurate target volume definition. Unlike 3D-CRT, IMRT uses more than four fields to cover the pelvis and each field is usually divided into multiple segments. The aim is to produce a highly shaped high-dose volume that maximizes normal tissue sparing with the goals of decreasing toxicity and possibly increasing tumor dose. IMRT is being investigated for use in cervical cancer. Chen reported on two small consecutive cohorts of cervical cancer patients requiring postoperative radiotherapy and chemotherapy ( n=35in\mathrm{n}=35 \mathrm{in} four-field box group, n=\mathrm{n}= 33 in IMRT group). They reported similar local control and decreased gastrointestinal and genitourinary toxicity when comparing the IMRT group with the standard group. ^(45){ }^{45} Mundt reported on 40 patients ( n=24\mathrm{n}=24 with cervical cancer, mix of primary therapy and adjuvant therapy) treated with IMRT and compared them to 35 patients treated with standard treatment. They reported a decrease in grade 2 gastrointestinal toxicity. ^(46){ }^{46} These studies are too small to draw meaningful conclusions about the therapeutic ratio. Η ακτινοθεραπεία διαμορφωμένης έντασης (IMRT) είναι μια εξαιρετικά σύμμορφη τεχνική που επιτρέπει την ειδική διαμόρφωση του όγκου της ακτινοθεραπείας στον όγκο-στόχο που ενδιαφέρει. Απαιτεί βελτιστοποιημένη ακινητοποίηση του ασθενούς, ελάχιστη κίνηση των εσωτερικών οργάνων και πολύ ακριβή καθορισμό του όγκου στόχου. Σε αντίθεση με την 3D-CRT, η IMRT χρησιμοποιεί περισσότερα από τέσσερα πεδία για την κάλυψη της πυέλου και κάθε πεδίο χωρίζεται συνήθως σε πολλαπλά τμήματα. Στόχος είναι η παραγωγή ενός εξαιρετικά διαμορφωμένου όγκου υψηλής δόσης που μεγιστοποιεί τη διάσωση του φυσιολογικού ιστού με στόχους τη μείωση της τοξικότητας και ενδεχομένως την αύξηση της δόσης του όγκου. Η IMRT διερευνάται για χρήση στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Ο Chen αναφέρθηκε σε δύο μικρές διαδοχικές ομάδες ασθενών με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που απαιτούσαν μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία ( n=35in\mathrm{n}=35 \mathrm{in} ομάδα τεσσάρων πεδίων box, n=\mathrm{n}= 33 στην ομάδα IMRT). Ανέφεραν παρόμοιο τοπικό έλεγχο και μειωμένη γαστρεντερική και ουρογεννητική τοξικότητα κατά τη σύγκριση της ομάδας IMRT με την τυπική ομάδα. ^(45){ }^{45} Ο Mundt αναφέρθηκε σε 40 ασθενείς ( n=24\mathrm{n}=24 με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, μείγμα πρωτογενούς θεραπείας και επικουρικής θεραπείας) που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με IMRT και τους συνέκρινε με 35 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε τυπική θεραπεία. Ανέφεραν μείωση της γαστρεντερικής τοξικότητας βαθμού 2. ^(46){ }^{46} Οι μελέτες αυτές είναι πολύ μικρές για να εξαχθούν ουσιαστικά συμπεράσματα σχετικά με τη θεραπευτική αναλογία.
Concerns about IMRT have been raised because dosimetric studies demonstrate that the amount of small bowel sparing can change dramatically depending on the size of the target volume. Current limitations include an incomplete understanding of target volume definition, internal organ movement, and reproducible patient positioning, which are critical to avoid geographic misses. ^(47){ }^{47} Overcoming these limitations is critical to exploiting the potential benefits of IMRT. Also, there is concern in the long term of an increased risk of second malignancy because of the higher integral dose, ^(34){ }^{34} particularly in younger patients. Most studies have focused on IMRT in the adjuvant setting, treating nodal beds and sparing the central pelvis. Ways to increase central dose (eg, for primary management) are open for investigation. Έχουν εκφραστεί ανησυχίες σχετικά με την IMRT, επειδή δοσιμετρικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η ποσότητα της εξοικονόμησης του λεπτού εντέρου μπορεί να αλλάξει δραματικά ανάλογα με το μέγεθος του όγκου-στόχου. Οι σημερινοί περιορισμοί περιλαμβάνουν την ελλιπή κατανόηση του ορισμού του όγκου στόχου, της κίνησης των εσωτερικών οργάνων και της αναπαραγώγιμης τοποθέτησης του ασθενούς, οι οποίες είναι κρίσιμες για την αποφυγή γεωγραφικών αστοχιών. ^(47){ }^{47} Η υπέρβαση αυτών των περιορισμών είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση των δυνητικών πλεονεκτημάτων της IMRT. Επίσης, υπάρχει ανησυχία μακροπρόθεσμα για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δεύτερης κακοήθειας λόγω της υψηλότερης ολοκληρωμένης δόσης, ^(34){ }^{34} ιδίως σε νεότερους ασθενείς. Οι περισσότερες μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην IMRT στο επικουρικό πλαίσιο, αντιμετωπίζοντας τα κομβικά κρεβάτια και γλιτώνοντας την κεντρική πύελο. Οι τρόποι αύξησης της κεντρικής δόσης (π.χ. για πρωτογενή αντιμετώπιση) είναι ανοικτοί προς διερεύνηση.
Brachytherapy for cervical cancer was first described in 1903 and is one of the earliest therapeutic applications of radiotherapy. ^(48){ }^{48} Until approximately 10 years ago, LDR systems were commonly used and prescriptions were based on a well-defined system of rules with prescription at a specific point, namely, “point A,” which is 2 cm superior and lateral to the external cervical os. More recently, high-dose-rate (HDR) and pulse-dose-rate (PDR) systems have become common. LDR systems required one or two insertions placed under general anaesthesia with treatment delivered while the patient is hospitalized, unable to move from bed for 2 to 3 days. With a HDR system, the fraction size is large making late toxicity a greater concern. For this reason, multiple insertions are required, but each insertion may be given as an outpatient. The ideal dose fractionation is not known, but 30 Gy in five fractions is commonly used. With HDR, conscious sedation is feasible, reassessment of tumor response is possible for each insertion, and the applicator position is fixed during the treatment, allowing for better estimate of the dose to critical structures. HDR is resource-intensive, requiring considerable physician, physicist, and dosimetrist time, with opportunity for error. ^(49){ }^{49} Brachytherapy techniques are limited in their ability to adequately encompass very large tumors within the highdose volume, typically those with side-wall disease. The American Brachytherapy Society (ABS) has published guidelines for both LDR and HDR systems. ^(40,50){ }^{40,50} Η βραχυθεραπεία για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1903 και αποτελεί μία από τις πρώτες θεραπευτικές εφαρμογές της ακτινοθεραπείας. ^(48){ }^{48} Μέχρι πριν από περίπου 10 χρόνια, τα συστήματα LDR χρησιμοποιούνταν συνήθως και οι συνταγογραφήσεις βασίζονταν σε ένα καλά καθορισμένο σύστημα κανόνων με συνταγογράφηση σε ένα συγκεκριμένο σημείο, συγκεκριμένα στο "σημείο Α", το οποίο βρίσκεται 2 cm πάνω και πλάγια από το έξω τραχηλικό οστό. Πιο πρόσφατα, τα συστήματα υψηλού ρυθμού δόσης (HDR) και ρυθμού δόσης παλμού (PDR) έχουν γίνει κοινά. Τα συστήματα LDR απαιτούσαν μία ή δύο τοποθετήσεις που τοποθετούνταν υπό γενική αναισθησία και η θεραπεία παρέχονταν ενώ ο ασθενής νοσηλευόταν, χωρίς να μπορεί να μετακινηθεί από το κρεβάτι για 2 έως 3 ημέρες. Με ένα σύστημα HDR, το μέγεθος του κλάσματος είναι μεγάλο, καθιστώντας την όψιμη τοξικότητα μεγαλύτερη ανησυχία. Για το λόγο αυτό, απαιτούνται πολλαπλές τοποθετήσεις, αλλά κάθε τοποθέτηση μπορεί να γίνει ως εξωτερικός ασθενής. Η ιδανική κλασματοποίηση της δόσης δεν είναι γνωστή, αλλά χρησιμοποιούνται συνήθως 30 Gy σε πέντε κλάσματα. Με την HDR, η συνειδητή καταστολή είναι εφικτή, η επανεκτίμηση της ανταπόκρισης του όγκου είναι δυνατή για κάθε εισαγωγή και η θέση του εφαρμοστή είναι σταθερή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, επιτρέποντας την καλύτερη εκτίμηση της δόσης στις κρίσιμες δομές. Η HDR απαιτεί πολλούς πόρους, καθώς απαιτεί σημαντικό χρόνο γιατρού, φυσικού και δοσιμέτρη, με πιθανότητα λάθους. ^(49){ }^{49} Οι τεχνικές βραχυθεραπείας είναι περιορισμένες ως προς την ικανότητά τους να περικλείουν επαρκώς πολύ μεγάλους όγκους εντός του όγκου υψηλής δόσης, συνήθως αυτούς με νόσο πλευρικού τοιχώματος. Η Αμερικανική Εταιρεία Βραχυθεραπείας (ABS) έχει δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές τόσο για τα συστήματα LDR όσο και για τα συστήματα HDR. ^(40,50){ }^{40,50}
Image-guided brachytherapy is being explored as an attempt to adequately deliver a high dose to bulky tumors or to reduce dose to normal tissues without compromising dose to smaller tumors, thereby increasing cure rates and decreasing toxicity rates. It is an area of active investigation and many centers are in the process of adopting this approach although it is not yet in widespread use. It is unlikely that randomized trials of this approach ever will be completed. With this technique, CT- or MRI-compatible applicators are used and 3D imaging is acquired with the applicator in situ. MRI is the best single imaging modality to accurately Η καθοδηγούμενη με εικόνα βραχυθεραπεία διερευνάται ως μια προσπάθεια να χορηγηθεί επαρκώς υψηλή δόση σε ογκώδεις όγκους ή να μειωθεί η δόση στους φυσιολογικούς ιστούς χωρίς να διακυβεύεται η δόση σε μικρότερους όγκους, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά ίασης και μειώνοντας τα ποσοστά τοξικότητας. Είναι ένας τομέας ενεργής έρευνας και πολλά κέντρα βρίσκονται στη διαδικασία υιοθέτησης αυτής της προσέγγισης, αν και δεν έχει ακόμη διαδοθεί ευρέως. Είναι απίθανο να ολοκληρωθούν ποτέ τυχαιοποιημένες δοκιμές αυτής της προσέγγισης. Με την τεχνική αυτή, χρησιμοποιούνται εφαρμογείς συμβατοί με αξονική ή μαγνητική τομογραφία και η τρισδιάστατη απεικόνιση αποκτάται με τον εφαρμογέα επί τόπου. Η μαγνητική τομογραφία είναι η καλύτερη μεμονωμένη απεικονιστική μέθοδος για την ακριβή
determine tumor size and extension into the lower uterine segment. ^(51,52){ }^{51,52} It may provide an improved opportunity to adequately encompass the tumor while minimizing the dose to normal structures. Identifying parametrial disease still can be problematic because of the limitations of current imaging techniques. CT can be used to identify organs at risk and to minimize the dose to critical structures, but it is inferior for cervical tumor definition. ^(53,54){ }^{53,54} In their most recent series, Potter et al have included 145 patients treated between 1998 and 2003.^(55)2003 .{ }^{55} Local control was excellent (91%) for patients with small tumors ( 2-5cm2-5 \mathrm{~cm} ). These results are not apparently different than those reported with traditional techniques. ^(56){ }^{56} For patients with tumors greater than 5 cm , local control rates improved from 71%71 \% to 90%90 \% and survival improved from 28%28 \% to 58%58 \% over the time of the study as they refined their technique. It is unclear whether the observed improvements were attributable to the change in radiotherapy technique, since concurrent chemotherapy was used with increased frequency in the second study period. Threeyear actuarial late morbidity was 4%4 \% for gastrointestinal toxicity and 4%4 \% for genitourinary toxicity. Attempts to increase dose to parametria and sidewall included the combined use of intracavitary and interstitial techniques. A single applicator has been designed and used, but the tolerance of normal tissues to the expanded high-dose target volumes has not been determined. Guidelines have been published for image-guided brachytherapy, focusing on target definition and reporting parameters. ^(54,57,58){ }^{54,57,58} Figure 2 describes the target volumes that have been defined for image guided brachytherapy and Table 2 lists the recommended reporting parameters for the same. At present, this technique is well poised to ensure adequate treatment of smaller tumors while decreasing the dose to normal structures and thereby decreasing toxicity while maintaining high control rates. The challenge will be to safely treat larger tumors (with parametrial and sidewall disease) with larger high-dose volumes. It remains to be seen if this resource-intensive treatment technique can be widely adopted. προσδιορισμός του μεγέθους του όγκου και της επέκτασής του στο κατώτερο τμήμα της μήτρας. ^(51,52){ }^{51,52} Μπορεί να παρέχει μια βελτιωμένη ευκαιρία να περιβάλλεται επαρκώς ο όγκος, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τη δόση στις φυσιολογικές δομές. Ο εντοπισμός της παραμετρικής νόσου μπορεί ακόμη να είναι προβληματικός λόγω των περιορισμών των σημερινών απεικονιστικών τεχνικών. Η αξονική τομογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό των οργάνων που διατρέχουν κίνδυνο και για την ελαχιστοποίηση της δόσης σε κρίσιμες δομές, αλλά είναι κατώτερη για τον καθορισμό του όγκου στον τράχηλο της μήτρας. ^(53,54){ }^{53,54} Στην πιο πρόσφατη σειρά τους, οι Potter και συν. συμπεριέλαβαν 145 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία μεταξύ 1998 και 2003.^(55)2003 .{ }^{55} Ο τοπικός έλεγχος ήταν εξαιρετικός (91%) για τους ασθενείς με μικρούς όγκους ( 2-5cm2-5 \mathrm{~cm} ). Τα αποτελέσματα αυτά δεν διαφέρουν προφανώς από εκείνα που αναφέρθηκαν με τις παραδοσιακές τεχνικές. ^(56){ }^{56} Για τους ασθενείς με όγκους μεγαλύτερους από 5 cm , τα ποσοστά τοπικού ελέγχου βελτιώθηκαν από 71%71 \% σε 90%90 \% και η επιβίωση βελτιώθηκε από 28%28 \% σε 58%58 \% κατά τη διάρκεια της μελέτης, καθώς τελειοποιήθηκε η τεχνική τους. Δεν είναι σαφές εάν οι παρατηρούμενες βελτιώσεις οφείλονται στην αλλαγή της τεχνικής της ακτινοθεραπείας, δεδομένου ότι η ταυτόχρονη χημειοθεραπεία χρησιμοποιήθηκε με αυξημένη συχνότητα κατά τη δεύτερη περίοδο της μελέτης. Η τριετής αναλογιστική όψιμη νοσηρότητα ήταν 4%4 \% για γαστρεντερική τοξικότητα και 4%4 \% για τοξικότητα του ουροποιητικού συστήματος. Οι προσπάθειες αύξησης της δόσης στα παραμέτρους και στο πλευρικό τοίχωμα περιλάμβαναν τη συνδυασμένη χρήση ενδοκοιλιακών και διατομικών τεχνικών. Σχεδιάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ένας ενιαίος εφαρμογέας, αλλά δεν έχει προσδιοριστεί η ανοχή των φυσιολογικών ιστών στους διευρυμένους όγκους-στόχους υψηλής δόσης. Έχουν δημοσιευθεί κατευθυντήριες γραμμές για την καθοδηγούμενη με εικόνα βραχυθεραπεία, οι οποίες επικεντρώνονται στον ορισμό του στόχου και στις παραμέτρους αναφοράς. ^(54,57,58){ }^{54,57,58} Το Σχήμα 2 περιγράφει τους όγκους-στόχους που έχουν οριστεί για την καθοδηγούμενη με εικόνα βραχυθεραπεία και ο Πίνακας 2 παραθέτει τις συνιστώμενες παραμέτρους αναφοράς για το ίδιο θέμα. Επί του παρόντος, η τεχνική αυτή είναι σε θέση να εξασφαλίσει επαρκή θεραπεία μικρότερων όγκων, μειώνοντας παράλληλα τη δόση στις φυσιολογικές δομές και μειώνοντας έτσι την τοξικότητα, διατηρώντας παράλληλα υψηλά ποσοστά ελέγχου. Η πρόκληση θα είναι η ασφαλής θεραπεία μεγαλύτερων όγκων (με παραμετρική και πλευρική νόσο) με μεγαλύτερους όγκους υψηλής δόσης. Μένει να δούμε αν αυτή η τεχνική θεραπείας που απαιτεί πόρους μπορεί να υιοθετηθεί ευρέως.
The accepted benefits of combining radiation plus concurrent chemotherapy are based on the results of numerous randomized clinical trials, ^(37,41,59-62){ }^{37,41,59-62} three of which have been updated. ^(63-65){ }^{63-65} Two Cochrane reviews ^(66,67){ }^{66,67} have been completed and an individual patient meta-analysis reported. ^(31){ }^{31} These trials have not established an optimal regimen because only two trials compared cisplatin with other combinations. In practice, it appears that two regimens have become most popular: single-agent cisplatin at 40mg//m^(2)40 \mathrm{mg} / \mathrm{m}^{2} weekly or cisplatin with 5 -fluorouracil (5-FU) every 21 days, although the meta-analyses appear to show benefit with both cisplatinand non-cisplatin-containing regimens. ^(31,67){ }^{31,67} Non-cisplatin regimens should be considered for those with contraindications to cisplatin, such as hearing loss, diabetic neu- Τα αποδεκτά οφέλη του συνδυασμού ακτινοβολίας και ταυτόχρονης χημειοθεραπείας βασίζονται στα αποτελέσματα πολυάριθμων τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών, ^(37,41,59-62){ }^{37,41,59-62} τρεις από τις οποίες έχουν επικαιροποιηθεί. ^(63-65){ }^{63-65} Έχουν ολοκληρωθεί δύο ανασκοπήσεις Cochrane ^(66,67){ }^{66,67} και έχει αναφερθεί μια μετα-ανάλυση μεμονωμένων ασθενών. ^(31){ }^{31} Αυτές οι μελέτες δεν έχουν καθορίσει ένα βέλτιστο σχήμα, διότι μόνο δύο μελέτες συνέκριναν τη σισπλατίνη με άλλους συνδυασμούς. Στην πράξη, φαίνεται ότι δύο σχήματα έχουν γίνει πιο δημοφιλή: η μονοθεραπευτική σισπλατίνη σε 40mg//m^(2)40 \mathrm{mg} / \mathrm{m}^{2} εβδομαδιαία βάση ή η σισπλατίνη με 5 -φθοροουρακίλη (5-FU) κάθε 21 ημέρες, αν και οι μετα-αναλύσεις φαίνεται να δείχνουν όφελος τόσο με σχήματα που περιέχουν σισπλατίνη όσο και με σχήματα που δεν περιέχουν σισπλατίνη. ^(31,67){ }^{31,67} Τα σχήματα χωρίς σισπλατίνη θα πρέπει να εξετάζονται για τα άτομα με αντενδείξεις για τη σισπλατίνη, όπως απώλεια ακοής, διαβητική νευ-
Figure 2. Target volume definition for 3D image-based brachytherapy. High-risk clinical target volume (HR CTV): volume has a major risk of local recurrence because of residual macroscopic disease. The intent is to deliver a total dose as high as possible and appropriate to eradicate all residual macroscopic tumor. The dose is prescribed to the HR CTV. Intermediate-risk CTV (IR CTV): volume with a major risk of local recurrence in areas that correspond to initial macroscopic extent of disease with at most residual microscopic disease at the time of brachytherapy. The intent is to deliver a total radiation dose appropriate to cure significant microscopic disease, which corresponds to at least 60 Gy. Low-risk CTV (LR CTV): volume including potential microscopic tumor spread that is addressed with external-beam portion of treatment. Adapted with permission from Haie-Meder et al. ^(58){ }^{58} Σχήμα 2. Ορισμός του όγκου στόχου για βραχυθεραπεία με τρισδιάστατη εικόνα. Κλινικός όγκος-στόχος υψηλού κινδύνου (HR CTV): ο όγκος ενέχει σημαντικό κίνδυνο τοπικής υποτροπής λόγω υπολειπόμενης μακροσκοπικής νόσου. Η πρόθεση είναι να χορηγηθεί συνολική δόση όσο το δυνατόν υψηλότερη και κατάλληλη για την εξάλειψη όλων των υπολειπόμενων μακροσκοπικών όγκων. Η δόση συνταγογραφείται στο HR CTV. CTV ενδιάμεσου κινδύνου (IR CTV): όγκος με σημαντικό κίνδυνο τοπικής υποτροπής σε περιοχές που αντιστοιχούν στην αρχική μακροσκοπική έκταση της νόσου με το πολύ υπολειμματική μικροσκοπική νόσο κατά τη στιγμή της βραχυθεραπείας. Η πρόθεση είναι να χορηγηθεί συνολική δόση ακτινοβολίας κατάλληλη για τη θεραπεία σημαντικής μικροσκοπικής νόσου, η οποία αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 60 Gy. CTV χαμηλού κινδύνου (LR CTV): όγκος που περιλαμβάνει πιθανή μικροσκοπική εξάπλωση του όγκου που αντιμετωπίζεται με το τμήμα εξωτερικής δέσμης της θεραπείας. Προσαρμογή με άδεια από Haie-Meder et al. ^(58){ }^{58}
ropathy, or renal insufficiency. Results suggest that the largest benefit from chemotherapy is seen in earlier stage patients. ^(31,61,65,67){ }^{31,61,65,67} In the developing world, the majority of patients present with advanced disease and there are numerous logistical and resource issues to delivering concurrent chemotherapy. As a result, a phase III trial is being conducted in India, which includes only stage IIIB patients who are randomized to radiation alone or with chemotherapy. Alternatively, oral agents may be a viable substitute for intravenous agents in resource constrained countries. However, radiotherapy remains the most important component of treatment of cervical cancer. ροπάθεια ή νεφρική ανεπάρκεια. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το μεγαλύτερο όφελος από τη χημειοθεραπεία παρατηρείται σε ασθενείς σε αρχικό στάδιο. ^(31,61,65,67){ }^{31,61,65,67} Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει προχωρημένη νόσο και υπάρχουν πολλά προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής και πόρων για την παροχή ταυτόχρονης χημειοθεραπείας. Ως αποτέλεσμα, στην Ινδία διεξάγεται μια δοκιμή φάσης ΙΙΙ, η οποία περιλαμβάνει μόνο ασθενείς σταδίου IIIB, οι οποίοι τυχαιοποιούνται σε ακτινοβολία μόνο ή με χημειοθεραπεία. Εναλλακτικά, οι από του στόματος χορηγούμενοι παράγοντες μπορεί να είναι ένα βιώσιμο υποκατάστατο των ενδοφλέβιων παραγόντων σε χώρες με περιορισμένους πόρους. Ωστόσο, η ακτινοθεραπεία παραμένει το σημαντικότερο συστατικό της θεραπείας του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
In spite of the significant advance with the use of concurrent chemotherapy, a number of questions remain about the optimal use of chemotherapy with radiation. One is identifying the optimal chemotherapy regimen to be used. One phase III trial randomizing patients to radiation with either weekly cisplatin 40 mg//m^(2)\mathrm{mg} / \mathrm{m}^{2} or 5-FU5-\mathrm{FU} as a continuous infusion determined that 5-FU5-\mathrm{FU} would not lead to improved outcomes compared to platinum. ^(68){ }^{68} An open-label phase III trial in 469 patients compared radiotherapy with carboplatin or Παρά τη σημαντική πρόοδο με τη χρήση της ταυτόχρονης χημειοθεραπείας, παραμένουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη βέλτιστη χρήση της χημειοθεραπείας με ακτινοβολία. Ένα από αυτά είναι ο προσδιορισμός του βέλτιστου χημειοθεραπευτικού σχήματος που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Σε μια μελέτη φάσης ΙΙΙ, στην οποία τυχαιοποιήθηκαν οι ασθενείς σε ακτινοβολία με εβδομαδιαία σισπλατίνη 40 mg//m^(2)\mathrm{mg} / \mathrm{m}^{2} ή 5-FU5-\mathrm{FU} ως συνεχή έγχυση, διαπιστώθηκε ότι η 5-FU5-\mathrm{FU} δεν οδηγεί σε βελτιωμένα αποτελέσματα σε σύγκριση με την πλατίνα. ^(68){ }^{68} Μια ανοικτή μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 469 ασθενείς συνέκρινε την ακτινοθεραπεία με καρβοπλατίνη ή
carboplatin and tegafur uracil. There was no difference in the overall survival or toxicity in the two arms of this trial. ^(69){ }^{69} Unfortunately, it did not include a comparison arm with cisplatin. Although carboplatin has less nephrotoxicity than cisplatin, concern remains about the hematologic toxicity of carboplatin together with pelvic radiotherapy, and more so if the para-aortic lymph nodes are irradiated. There is a large body of literature of phase I/II trials evaluating singlets or doublets concurrent with radiotherapy. Examples include singleagent nedaplatin, carboplatin, gemcitabine, paclitaxel, or topotecan or as doublets with cisplatin or carbopla- καρμποπλατίνη και τεγκαφουρ ουρακίλη. Δεν υπήρξε διαφορά στη συνολική επιβίωση ή στην τοξικότητα στα δύο σκέλη αυτής της δοκιμής. ^(69){ }^{69} Δυστυχώς, δεν περιλάμβανε ένα σκέλος σύγκρισης με σισπλατίνη. Αν και η καρβοπλατίνη έχει λιγότερη νεφροτοξικότητα από τη σισπλατίνη, παραμένει η ανησυχία για την αιματολογική τοξικότητα της καρβοπλατίνης μαζί με την ακτινοθεραπεία της πυέλου, και μάλιστα εάν ακτινοβοληθούν οι παρααορτικοί λεμφαδένες. Υπάρχει μεγάλος όγκος βιβλιογραφίας από μελέτες φάσης Ι/ΙΙΙ που αξιολογούν μονόκλινα ή δίκλινα ταυτόχρονα με ακτινοθεραπεία. Παραδείγματα περιλαμβάνουν μονήρη νενταπλατίνη, καρβοπλατίνη, γεμσιταβίνη, πακλιταξέλη ή τοποτεκάνη ή ως διπλές με σισπλατίνη ή καρβοπλα-
Table 2. Recommendations for Recording and Reporting 3D Gynecological Brachytherapy Πίνακας 2. Συστάσεις για την καταγραφή και την υποβολή εκθέσεων 3D γυναικολογικής βραχυθεραπείας
Complete description of clinical situation including anatomy and pathology and imaging examination dimensions and volume of GTV at diagnosis and at time of brachytherapy; dimensions of HR CTV and IR CTV, respectively Πλήρης περιγραφή της κλινικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης της ανατομίας και της παθολογίας και της απεικονιστικής εξέτασης διαστάσεις και όγκος του GTV κατά τη διάγνωση και κατά τη στιγμή της βραχυθεραπείας- διαστάσεις του HR CTV και του IR CTV, αντίστοιχα.
Complete description of 3D sectional imaging technique and contouring procedure Πλήρης περιγραφή της τεχνικής απεικόνισης τρισδιάστατης τομής και της διαδικασίας διαμόρφωσης του περιγράμματος
Complete description of brachytherapy technique: radionuclide; source type (wire, stepping source); source strength; applicator type; type of afterloading (manual or remote); description of additional interstitial needles if any Πλήρης περιγραφή της τεχνικής βραχυθεραπείας: ραδιονουκλίδιο- τύπος πηγής (σύρμα, βαθμιδωτή πηγή)- ισχύς πηγής- τύπος εφαρμογέα- τύπος μεταφόρτωσης (χειροκίνητη ή απομακρυσμένη)- περιγραφή πρόσθετων διάμεσων βελονών, εάν υπάρχουν.
Treatment prescription and treatment planning: applicator reconstruction technique, standard loading pattern, dose specification method; optimization method, if applied Συνταγή θεραπείας και σχεδιασμός θεραπείας: τεχνική ανακατασκευής του εφαρμοστή, πρότυπο σχέδιο φόρτωσης, μέθοδος προσδιορισμού της δόσης- μέθοδος βελτιστοποίησης, εάν εφαρμόζεται.
Prescribed dose Προβλεπόμενη δόση
Total reference air kerma (TRAK) Συνολική αεροκέρμα αναφοράς (TRAK)
Dose at point A (right, left, mean) Δόση στο σημείο Α (δεξιά, αριστερά, μέση) D_(100),D_(90)\mathrm{D}_{100}, \mathrm{D}_{90} for GTV and HR CTV and IR CTV, respectively D_(100),D_(90)\mathrm{D}_{100}, \mathrm{D}_{90} για GTV και HR CTV και IR CTV, αντίστοιχα
Dose to bladder and rectum for ICRU reference points Δόση στην ουροδόχο κύστη και το ορθό για τα σημεία αναφοράς ICRU D_(0,1cc),D_(1cc),D_(2cc)D_{0,1 c c}, D_{1 c c}, D_{2 c c} for organs at risk (eg, rectum, sigmoid, bladder) (vagina*) D_(0,1cc),D_(1cc),D_(2cc)D_{0,1 c c}, D_{1 c c}, D_{2 c c} για όργανα που διατρέχουν κίνδυνο (π.χ. ορθό, σιγμοειδές, ουροδόχος κύστη) (κόλπος*) D_(5cc),D_(10 cc)D_{5 c c}, D_{10 c c} for organs at risk if contouring of organ walls is performed D_(5cc),D_(10 cc)D_{5 c c}, D_{10 c c} για τα όργανα που κινδυνεύουν σε περίπτωση διαμόρφωσης του περιγράμματος των τοιχωμάτων των οργάνων
Complete description of time-dose pattern: physical and biologically weighted doses ( alpha//beta=10\alpha / \beta=10 Gy for GTV and CTV; alpha//beta=3\alpha / \beta=3 for OAR; T_(1//2)=1.5\mathrm{T}_{1 / 2}=1.5 hours for GTV, CTV and OAR) Πλήρης περιγραφή του χρονικού μοντέλου δόσεων: φυσικές και βιολογικά σταθμισμένες δόσεις ( alpha//beta=10\alpha / \beta=10 Gy για GTV και CTV- alpha//beta=3\alpha / \beta=3 για OAR- T_(1//2)=1.5\mathrm{T}_{1 / 2}=1.5 ώρες για GTV, CTV και OAR)
Abbreviations: D_(90)\mathrm{D}_{90}, dose reached by at least 90%90 \% of volume; D_(100)\mathrm{D}_{100}, minimal target dose; IR, intermediate risk; HR, high risk; CTV, clinical target volume; GTV, gross target volume; OAR, organ at risk; TV, target volume. Συντομογραφίες: D_(90)\mathrm{D}_{90} , δόση που επιτυγχάνεται από τουλάχιστον 90%90 \% του όγκου- D_(100)\mathrm{D}_{100} , ελάχιστη δόση-στόχος- IR, ενδιάμεσος κίνδυνος- HR, υψηλός κίνδυνος- CTV, κλινικός όγκος-στόχος- GTV, ακαθάριστος όγκος-στόχος- OAR, όργανο σε κίνδυνο- TV, όγκος-στόχος.
*For vagina dose volume parameters still need to be defined. Reprinted from Radiotherapy and Oncology. ^(57){ }^{57} Copyright 2006, with permission from Elsevier. *Για τον κόλπο οι παράμετροι του όγκου της δόσης πρέπει ακόμη να καθοριστούν. Αναδημοσίευση από το Radiotherapy and Oncology. ^(57){ }^{57} Πνευματικά δικαιώματα 2006, με την άδεια της Elsevier.
tin. Toxicity is a concern for many of the regimens. Given the lack of activity that these drugs have in the metastatic setting, ^(70){ }^{70} it is unlikely that they will produce a significant improvement in the concurrent setting with radiotherapy when compared with currently accepted regimens. It is more likely that benefits will be seen with addition of targeted agents to concurrent chemotherapy and radiotherapy. κασσίτερος. Η τοξικότητα αποτελεί πρόβλημα για πολλά από τα σχήματα. Δεδομένης της έλλειψης δραστικότητας που έχουν αυτά τα φάρμακα στη μεταστατική ρύθμιση, ^(70){ }^{70} είναι απίθανο να επιφέρουν σημαντική βελτίωση στην ταυτόχρονη ρύθμιση με ακτινοθεραπεία σε σύγκριση με τα σήμερα αποδεκτά σχήματα. Είναι πιο πιθανό να παρατηρηθούν οφέλη με την προσθήκη στοχευμένων παραγόντων σε ταυτόχρονη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία.
The role of adjuvant chemotherapy upon completion of concurrent chemotherapy and radiation has not been satisfactorily studied as a strategy to decrease systemic relapse. The Southwest Oncology Group (SWOG) trial ^(37){ }^{37} of postoperative adjuvant radiotherapy versus concurrent radiation and chemotherapy included two additional cycles of chemotherapy after completion of the concurrent radiation and chemotherapy. It is unclear what additional benefit chemotherapy after concurrent chemotherapy and radiotherapy provides, but a hypothesis-generating subset analysis suggested increased benefit with increased number of chemotherapy cycles received. Whether these results are applicable to treatment in the primary setting is unknown. Further research is planned to examine whether adjuvant therapy is useful. Ο ρόλος της επικουρικής χημειοθεραπείας μετά την ολοκλήρωση της ταυτόχρονης χημειοθεραπείας και ακτινοβολίας δεν έχει μελετηθεί ικανοποιητικά ως στρατηγική μείωσης της συστηματικής υποτροπής. Η μελέτη της Southwest Oncology Group (SWOG) ^(37){ }^{37} της μετεγχειρητικής επικουρικής ακτινοθεραπείας έναντι της ταυτόχρονης ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας περιελάμβανε δύο επιπλέον κύκλους χημειοθεραπείας μετά την ολοκλήρωση της ταυτόχρονης ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας. Δεν είναι σαφές ποιο πρόσθετο όφελος παρέχει η χημειοθεραπεία μετά την ταυτόχρονη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, αλλά μια υποθετική ανάλυση υποσυνόλων υποδηλώνει αυξημένο όφελος με την αύξηση του αριθμού των κύκλων χημειοθεραπείας που λαμβάνονται. Το κατά πόσον τα αποτελέσματα αυτά ισχύουν για τη θεραπεία στην πρωτογενή ρύθμιση είναι άγνωστο. Σχεδιάζεται περαιτέρω έρευνα για να εξεταστεί κατά πόσον η επικουρική θεραπεία είναι χρήσιμη.
Common acute radiotherapy toxicities include fatigue, diarrhea, and irritative bladder symptoms. Common late radiotherapy side effects include small bowel obstruction, fistulae, rectal bleeding, rectosigmoid stenosis, hematuria, and ureteric stricture. A retrospective study of 1,784 stage Ib patients, treated with radiotherapy alone (using recommended total doses and LDR brachytherapy), reported a 5 -year actuarial complication rate (grade >= 3\geq 3 ) of 9.3%.^(71)9.3 \% .^{71} At 20 years, it is 14.4%14.4 \%. This study describes that patients continue to experience radiation therapy-related bladder toxicity each year, even after 3 years. However, late rectal toxicity was seen primarily in the first 2 years. Small bowel toxicity was 3.9%,4.3%3.9 \%, 4.3 \%, and 5.3%5.3 \% at 5,10 , and 20 years, respectively. Surgery prior to radiation therapy is known to be a significant risk factor for both small bowel obstruction and fistula formation. Pelvic insufficiency fractures are increasingly acknowledged in the literature as a late radiotherapy toxicity. The risk of developing a fracture is reported to be between 8%8 \% and 13%13 \% at 5 years. ^(72,73){ }^{72,73} Οι συνήθεις οξείες τοξικότητες της ακτινοθεραπείας περιλαμβάνουν κόπωση, διάρροια και συμπτώματα ερεθισμού της ουροδόχου κύστης. Οι συνήθεις όψιμες ανεπιθύμητες ενέργειες της ακτινοθεραπείας περιλαμβάνουν απόφραξη του λεπτού εντέρου, συρίγγια, αιμορραγία από το ορθό, ορθοσιγμοειδή στένωση, αιματουρία και ουρητηρική στένωση. Μια αναδρομική μελέτη 1.784 ασθενών σταδίου Ib, που αντιμετωπίστηκαν μόνο με ακτινοθεραπεία (με χρήση των συνιστώμενων συνολικών δόσεων και βραχυθεραπεία LDR), ανέφερε ένα 5 -ετές αναλογιστικό ποσοστό επιπλοκών (βαθμού >= 3\geq 3 ) 9.3%.^(71)9.3 \% .^{71} Στα 20 έτη, είναι 14.4%14.4 \% . Αυτή η μελέτη περιγράφει ότι οι ασθενείς συνεχίζουν να εμφανίζουν κάθε χρόνο τοξικότητα της ουροδόχου κύστης που σχετίζεται με την ακτινοθεραπεία, ακόμη και μετά από 3 χρόνια. Ωστόσο, η όψιμη τοξικότητα του ορθού παρατηρήθηκε κυρίως κατά τα πρώτα 2 έτη. Η τοξικότητα του λεπτού εντέρου ήταν 3.9%,4.3%3.9 \%, 4.3 \% , και 5.3%5.3 \% στα 5,10 και 20 έτη, αντίστοιχα. Η χειρουργική επέμβαση πριν από την ακτινοθεραπεία είναι γνωστό ότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου τόσο για την απόφραξη του λεπτού εντέρου όσο και για τον σχηματισμό συριγγίων. Τα κατάγματα πυελικής ανεπάρκειας αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο στη βιβλιογραφία ως όψιμη τοξικότητα της ακτινοθεραπείας. Ο κίνδυνος εμφάνισης κατάγματος αναφέρεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 8%8 \% και 13%13 \% στα 5 έτη. ^(72,73){ }^{72,73}
Acute toxicity, particularly hematologic and gastrointestinal, is known to be increased with the addition of chemotherapy to radiation but this increase is felt to be acceptable. Acute toxicities have been summarized in a Cochrane review. ^(67){ }^{67} The odds of increased acute grade 3-4 hematologic toxicity ranged between 2.2 and 3.6; for acute gastrointestinal toxicity, the odds were approximately double; and for acute genitourinary, there was no difference. The largest increase in acute grade 3-4 toxicity was seen for nausea and vomiting with an odds ratio of 4.09. Unfortunately, absolute rates of Η οξεία τοξικότητα, ιδίως η αιματολογική και η γαστρεντερική, είναι γνωστό ότι αυξάνεται με την προσθήκη χημειοθεραπείας στην ακτινοβολία, αλλά η αύξηση αυτή θεωρείται αποδεκτή. Οι οξείες τοξικότητες έχουν συνοψιστεί σε μια ανασκόπηση Cochrane. ^(67){ }^{67} Οι πιθανότητες αυξημένης οξείας αιματολογικής τοξικότητας βαθμού 3-4 κυμαίνονταν μεταξύ 2,2 και 3,6. Για την οξεία γαστρεντερική τοξικότητα, οι πιθανότητες ήταν περίπου διπλάσιες, ενώ για την οξεία ουρογεννητική δεν υπήρχε διαφορά. Η μεγαλύτερη αύξηση στην οξεία τοξικότητα βαθμού 3-4 παρατηρήθηκε για τη ναυτία και τον έμετο με αναλογία πιθανοτήτων 4,09. Δυστυχώς, τα απόλυτα ποσοστά
acute toxicity were not reported. Long-term toxicities are poorly documented in most of the trials. ^(31,74){ }^{31,74} οξεία τοξικότητα δεν αναφέρθηκαν. Οι μακροχρόνιες τοξικότητες είναι ανεπαρκώς τεκμηριωμένες στις περισσότερες δοκιμές. ^(31,74){ }^{31,74}
Para-aortic lymph node involvement at presentation is seen in approximately 5%5 \% of stage I, 17%17 \% of stage II, and 28%28 \% of stage III patients. ^(75){ }^{75} There are two situations where radiotherapy to the para-aortic lymph nodes is considered: prophylactically, when the pelvic lymph nodes are involved and the para-aortic lymph nodes appear radiologically clear, or as primary treatment if the para-aortic nodes are involved at presentation. In both settings, the clinical challenge is to weigh the possible benefit of para-aortic nodal radiation against the competing risks of failure in the pelvis or at distant sites along with the toxicity of therapy. In patients who have a low chance of pelvic control or a high chance of distant metastases, para-aortic lymph node radiotherapy is very unlikely to substantially improve the patient’s outcome. For example, if a patient has a 50%50 \% chance of locoregional control, no more than half of the patients stand to benefit from para-aortic lymph node treatment. Any benefit is further reduced by those who develop distant metastases. The patients most likely to achieve long-term survival are those with small lymph nodes ( < 2cm<2 \mathrm{~cm} ), those with lymph nodes located lower in the para-aortic chain (below L3/L4), and those who have a reasonable chance of pelvic control. ^(76){ }^{76} Those with lymph nodes larger than 5 cm or involvement above L3 have a higher risk of distant spread, and pursuing aggressive locoregional treatment is unlikely to confer benefit, even if local-regional control is obtained. Η προσβολή των παρααορτικών λεμφαδένων κατά την παρουσίαση παρατηρείται περίπου σε 5%5 \% των ασθενών σταδίου Ι, 17%17 \% των ασθενών σταδίου ΙΙ και 28%28 \% των ασθενών σταδίου ΙΙΙ. ^(75){ }^{75} Υπάρχουν δύο περιπτώσεις στις οποίες εξετάζεται το ενδεχόμενο ακτινοθεραπείας στους παρααορτικούς λεμφαδένες: προληπτικά, όταν εμπλέκονται οι πυελικοί λεμφαδένες και οι παρααορτικοί λεμφαδένες εμφανίζονται ακτινολογικά καθαροί, ή ως πρωτογενής θεραπεία εάν οι παρααορτικοί λεμφαδένες εμπλέκονται κατά την παρουσίαση. Και στις δύο περιπτώσεις, η κλινική πρόκληση είναι να σταθμιστεί το πιθανό όφελος της ακτινοβολίας των παρααορτικών λεμφαδένων έναντι των ανταγωνιστικών κινδύνων αποτυχίας στην πύελο ή σε απομακρυσμένες περιοχές μαζί με την τοξικότητα της θεραπείας. Σε ασθενείς με χαμηλή πιθανότητα πυελικού ελέγχου ή υψηλή πιθανότητα απομακρυσμένων μεταστάσεων, η ακτινοθεραπεία των παρααορτικών λεμφαδένων είναι πολύ απίθανο να βελτιώσει ουσιαστικά την έκβαση του ασθενούς. Για παράδειγμα, εάν ένας ασθενής έχει 50%50 \% πιθανότητα τοπικοπεριοχικού ελέγχου, όχι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς έχουν πιθανότητες να ωφεληθούν από τη θεραπεία του παρααορτικού λεμφαδένα. Το όποιο όφελος μειώνεται περαιτέρω από εκείνους που αναπτύσσουν απομακρυσμένες μεταστάσεις. Οι ασθενείς με τις περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν μακροχρόνια επιβίωση είναι εκείνοι με μικρούς λεμφαδένες ( < 2cm<2 \mathrm{~cm} ), εκείνοι με λεμφαδένες που βρίσκονται χαμηλότερα στην παρααορτική αλυσίδα (κάτω από L3/L4) και εκείνοι που έχουν λογικές πιθανότητες πυελικού ελέγχου. ^(76){ }^{76} Όσοι έχουν λεμφαδένες μεγαλύτερους από 5 cm ή συμμετοχή πάνω από την L3 έχουν υψηλότερο κίνδυνο απομακρυσμένης εξάπλωσης και η συνέχιση επιθετικής τοπικής θεραπείας είναι απίθανο να προσδώσει όφελος, ακόμη και αν επιτευχθεί τοπικός-περιφερειακός έλεγχος.
Data from single-institution retrospective reviews suggest that overall survivals of approximately 30%30 \% can be achieved with radiotherapy alone in patients with involved para-aortic lymph nodes at diagnosis. ^(76-78){ }^{76-78} The high survival rate is likely due to the fact that most patients had small-volume, early-stage primary tumors. More recent series have studied concurrent radiation and chemotherapy in patients with evidence of paraaortic nodal spread. Three phase I/II single-arm studies have been completed. ^(79-81){ }^{79-81} Overall survivals may be similar to those seen with radiotherapy alone but with significant toxicity. It remains to be seen what benefit nodal resection or IMRT can provide. Retrospective series of debulking para-aortic lymph nodes suggest a benefit from this procedure. Most studies do not define bulky para-aortic lymph nodes. Those that do often use 1 cm , which would be readily controlled with radiotherapy with or without chemotherapy. ^(82){ }^{82} Smaller radiotherapy volumes may decrease the acute and long-term toxicities. A single-institution review of 19 patients receiving such treatment suggested that the late grade 3 or 4 toxicity rate is 10%,^(83)10 \%,{ }^{83} but another similar study reported no grade 3 or 4 toxicity. ^(84){ }^{84} In- Δεδομένα από αναδρομικές ανασκοπήσεις ενός ιδρύματος υποδηλώνουν ότι μπορεί να επιτευχθεί συνολική επιβίωση περίπου 30%30 \% με απλή ακτινοθεραπεία σε ασθενείς με εμπλεκόμενους παρααορτικούς λεμφαδένες κατά τη διάγνωση. ^(76-78){ }^{76-78} Το υψηλό ποσοστό επιβίωσης πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς είχαν μικρού όγκου, πρώιμου σταδίου πρωτοπαθείς όγκους. Πιο πρόσφατες σειρές έχουν μελετήσει την ταυτόχρονη ακτινοβολία και χημειοθεραπεία σε ασθενείς με ενδείξεις διασποράς παρααορτικών λεμφαδένων. Έχουν ολοκληρωθεί τρεις μελέτες φάσης Ι/ΙΙ ενός σκέλους. ^(79-81){ }^{79-81} Η συνολική επιβίωση μπορεί να είναι παρόμοια με εκείνη που παρατηρείται με την ακτινοθεραπεία μόνο, αλλά με σημαντική τοξικότητα. Μένει να δούμε τι όφελος μπορεί να προσφέρει η κομβική εκτομή ή η IMRT. Αναδρομικές σειρές απομάκρυνσης παρααορτικών λεμφαδένων υποδηλώνουν όφελος από αυτή τη διαδικασία. Οι περισσότερες μελέτες δεν ορίζουν τους ογκώδεις παρααορτικούς λεμφαδένες. Αυτές που το κάνουν χρησιμοποιούν συχνά 1 cm , οι οποίοι θα ελέγχονταν εύκολα με ακτινοθεραπεία με ή χωρίς χημειοθεραπεία. ^(82){ }^{82} Μικρότεροι όγκοι ακτινοθεραπείας μπορεί να μειώσουν τις οξείες και μακροπρόθεσμες τοξικότητες. Μια ανασκόπηση σε ένα μόνο ίδρυμα 19 ασθενών που έλαβαν τέτοια θεραπεία υπέδειξε ότι το ποσοστό όψιμης τοξικότητας βαθμού 3 ή 4 είναι 10%,^(83)10 \%,{ }^{83} , αλλά μια άλλη παρόμοια μελέτη δεν ανέφερε καμία τοξικότητα βαθμού 3 ή 4. ^(84){ }^{84} Σε...
Figure 3. Treatment approach for patients with involved para-aortic lymph nodes at diagnosis. PALN, para-aortic lymph node; RT, radiotherapy; CT, chemotherapy. Σχήμα 3. Θεραπευτική προσέγγιση για ασθενείς με εμπλεκόμενους παρααορτικούς λεμφαδένες κατά τη διάγνωση. PALN, παρααορτικός λεμφαδένας- RT, ακτινοθεραπεία- CT, χημειοθεραπεία.
creasing control in the para-aortic nodal chain does not address pelvic or distant failures. η αύξηση του ελέγχου στην παρααορτική κομβική αλυσίδα δεν αντιμετωπίζει τις πυελικές ή απομακρυσμένες αποτυχίες.
The role of prophlyactic para-aortic lymph node radiation was the subject of two large randomized trials (pre-PET era). ^(85-86){ }^{85-86} The trials had conflicting results. In general it was felt that prophylactic paraaortic nodal radiation could benefit patients who had a high risk of microscopic para-aortic lymph involvement along with a high chance of local control in the pelvis. The clinical conundrum is that patients most likely to achieve pelvic control have smaller tumors and are the least likely to harbor microscopic metastatic disease in the para-aortic lymph nodes. A subsequent RTOG trial randomized patients with locally advanced disease (including those with involved pelvic lymph nodes) to pelvic radiotherapy with concurrent chemotherapy or extended-field radiotherapy alone. ^(65){ }^{65} Patients in the concurrent chemotherapy arm had improved survival. It is unknown if the addition of chemotherapy to extended-field radiotherapy would be of any additional benefit in this situation, but toxicity is of concern. Ο ρόλος της προφυλακτικής ακτινοβολίας των παρααορτικών λεμφαδένων αποτέλεσε αντικείμενο δύο μεγάλων τυχαιοποιημένων μελετών (προ της εποχής του PET). ^(85-86){ }^{85-86} Οι μελέτες είχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές θεωρήθηκε ότι η προφυλακτική παρααορτική ακτινοβολία των λεμφαδένων θα μπορούσε να ωφελήσει τους ασθενείς που είχαν υψηλό κίνδυνο μικροσκοπικής παρααορτικής λεμφαδενικής προσβολής μαζί με υψηλή πιθανότητα τοπικού ελέγχου στην πύελο. Το κλινικό αίνιγμα είναι ότι οι ασθενείς με τις περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν πυελικό έλεγχο έχουν μικρότερους όγκους και είναι λιγότερο πιθανό να έχουν μικροσκοπική μεταστατική νόσο στους παρααορτικούς λεμφαδένες. Μια μεταγενέστερη δοκιμή RTOG τυχαιοποίησε ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο (συμπεριλαμβανομένων εκείνων με εμπλεκόμενους πυελικούς λεμφαδένες) σε πυελική ακτινοθεραπεία με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία ή μόνο ακτινοθεραπεία εκτεταμένου πεδίου. ^(65){ }^{65} Οι ασθενείς στο σκέλος της ταυτόχρονης χημειοθεραπείας είχαν βελτιωμένη επιβίωση. Είναι άγνωστο αν η προσθήκη χημειοθεραπείας στην ακτινοθεραπεία εκτεταμένου πεδίου θα είχε πρόσθετο όφελος σε αυτή την περίπτωση, αλλά η τοξικότητα είναι ανησυχητική.
Figures 3 and 4 outline a management approach for both the treatment and prophylactic settings, respectively. While the data to guide these recommendations are not strong, they reflect an attempt to balance the factors described above. For each scenario a number of management options are listed. The advantage of treating initially involved para-aortic lymph nodes with ex-tended-field radiation plus chemotherapy is that all Τα σχήματα 3 και 4 περιγράφουν μια προσέγγιση διαχείρισης τόσο για τη θεραπεία όσο και για την προφύλαξη, αντίστοιχα. Αν και τα δεδομένα που καθοδηγούν αυτές τις συστάσεις δεν είναι ισχυρά, αντανακλούν μια προσπάθεια εξισορρόπησης των παραγόντων που περιγράφονται ανωτέρω. Για κάθε σενάριο παρατίθεται ένας αριθμός επιλογών διαχείρισης. Το πλεονέκτημα της θεραπείας των αρχικά εμπλεκόμενων παρααορτικών λεμφαδένων με ακτινοβολία ex-tended-field συν χημειοθεραπεία είναι ότι όλοι οι
known sites of disease are encompassed at the outset. The toxicity of therapy in this case must be accepted. Choosing to administer sequentially para-aortic radiotherapy after concurrent pelvic radiotherapy and chemotherapy allows early assessment of response in the pelvis, eg, at 6 to 8 weeks, to select those patients who are most likely to achieve local control and therefore most likely to have a survival benefit from the paraaortic nodal radiation. The drawback is that a known site of disease is untreated for a period of time, potentially acting as a source for further dissemination. The advantages and disadvantages for the concurrent or sequential approach also apply in the prophylactic setting. In this case, an additional management strategy of close follow-up for selected patients is suggested. Retrospective studies have shown that patients with asymptomatic isolated para-aortic lymph node recurrence treated aggressively may have 5 -year survivals as high as 50%^(87,88)50 \%{ }^{87,88} We are not advocating repeated scanning for all patients, rather only for a selected group whose risk of para-aortic nodal metastases is high, eg, involved common iliac nodes. οι γνωστές θέσεις της νόσου περιλαμβάνονται εξαρχής. Η τοξικότητα της θεραπείας σε αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνει αποδεκτή. Η επιλογή της διαδοχικής χορήγησης παρααορτικής ακτινοθεραπείας μετά από ταυτόχρονη πυελική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία επιτρέπει την έγκαιρη αξιολόγηση της ανταπόκρισης στην πύελο, π.χ. σε 6 έως 8 εβδομάδες, για την επιλογή των ασθενών που είναι πιθανότερο να επιτύχουν τοπικό έλεγχο και, επομένως, είναι πιθανότερο να έχουν όφελος επιβίωσης από την παρααορτική ακτινοβολία. Το μειονέκτημα είναι ότι ένα γνωστό σημείο της νόσου παραμένει χωρίς θεραπεία για ένα χρονικό διάστημα, λειτουργώντας ενδεχομένως ως πηγή περαιτέρω διασποράς. Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ταυτόχρονης ή της διαδοχικής προσέγγισης ισχύουν και στην προφυλακτική ρύθμιση. Στην περίπτωση αυτή, προτείνεται μια πρόσθετη στρατηγική διαχείρισης στενής παρακολούθησης επιλεγμένων ασθενών. Αναδρομικές μελέτες έχουν δείξει ότι ασθενείς με ασυμπτωματική απομονωμένη υποτροπή παρααορτικών λεμφαδένων που αντιμετωπίζονται επιθετικά μπορεί να έχουν 5 -ετή επιβίωση τόσο υψηλή όσο 50%^(87,88)50 \%{ }^{87,88} Δεν υποστηρίζουμε την επαναλαμβανόμενη σάρωση για όλους τους ασθενείς, αλλά μόνο για μια επιλεγμένη ομάδα των οποίων ο κίνδυνος παρααορτικών κομβικών μεταστάσεων είναι υψηλός, π.χ. εμπλεκόμενοι κοινοί λαγόνιοι κόμβοι.
In the palliative setting, symptomatic sites should be treated with radiotherapy alone. Radiotherapy as a single modality is preferred and dose can be tailored to the clinical scenario. Radiotherapy is the most effective modality for cervical cancer and small increases in dose can be used instead of adding chemotherapy to increase local control. Στο παρηγορητικό πλαίσιο, οι συμπτωματικές περιοχές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο με ακτινοθεραπεία. Προτιμάται η ακτινοθεραπεία ως μεμονωμένη μέθοδος και η δόση μπορεί να προσαρμοστεί στο κλινικό σενάριο. Η ακτινοθεραπεία είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και μικρές αυξήσεις στη δόση μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί της προσθήκης χημειοθεραπείας για την αύξηση του τοπικού ελέγχου.
Figure 4. Treatment approach for patients being considered for prophylactic para-aortic lymph node irradiation. PALN, para-aortic lymph node; RT, radiotherapy; CT, chemotherapy. Σχήμα 4. Θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς που εξετάζεται για προφυλακτική ακτινοβόληση των παρααορτικών λεμφαδένων. PALN, παρααορτικός λεμφαδένας- RT, ακτινοθεραπεία- CT, χημειοθεραπεία.
FOLLOW-UP
Patients should initially be followed every 4 to 6 weeks, up to about 3 months after completion of therapy to ensure a complete response. If persistent disease is suspected, biopsy proof should be obtained and patients should be evaluated for curative exenteration. In the first 2 years after treatment, close follow-up should occur (every 3 months) to detect any central failures. Again, those who develop isolated failure in the pelvis should be evaluated for pelvic exenteration as a salvage procedure. With careful patient selection, success rates of exenteration as salvage are on the order of 20%20 \% to 50%.^(89-91)50 \% .^{89-91} This approach is indicated in those with central pelvic disease only and would be most likely to be successful in patients diagnosed with node-negative stage IB disease originally. Late relapses have been observed after concurrent chemotherapy and radiotherapy and follow-up should likely continue beyond 5 years. ^(64){ }^{64} There is a suggestion that PET scanning is useful to assess response to radiotherapy ^(92){ }^{92} and may have a role in follow-up for early detection of recurrent disease both in the pelvis and distantly. ^(93,94){ }^{93,94} Οι ασθενείς θα πρέπει αρχικά να παρακολουθούνται κάθε 4 έως 6 εβδομάδες, έως και περίπου 3 μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας για να διασφαλιστεί η πλήρης ανταπόκριση. Εάν υπάρχει υποψία επίμονης νόσου, θα πρέπει να λαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία βιοψίας και οι ασθενείς θα πρέπει να αξιολογούνται για θεραπευτική εκτομή. Κατά τα πρώτα 2 έτη μετά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται στενή παρακολούθηση (κάθε 3 μήνες) για την ανίχνευση τυχόν κεντρικών αποτυχιών. Και πάλι, όσοι εμφανίζουν μεμονωμένη ανεπάρκεια στην πύελο θα πρέπει να αξιολογούνται για πυελική εξένταξη ως σωτήρια διαδικασία. Με προσεκτική επιλογή των ασθενών, τα ποσοστά επιτυχίας της εξένταξης ως σωτήριας επέμβασης είναι της τάξης του 20%20 \% έως 50%.^(89-91)50 \% .^{89-91} Αυτή η προσέγγιση ενδείκνυται σε όσους έχουν μόνο κεντρική πυελική νόσο και θα ήταν πιο πιθανό να είναι επιτυχής σε ασθενείς που διαγνώστηκαν αρχικά με αρνητική σε κόμβους νόσο σταδίου ΙΒ. Έχουν παρατηρηθεί όψιμες υποτροπές μετά από ταυτόχρονη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία και η παρακολούθηση θα πρέπει πιθανότατα να συνεχιστεί πέραν των 5 ετών. ^(64){ }^{64} Υπάρχει μια υπόδειξη ότι η σάρωση ΡΕΤ είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση της ανταπόκρισης στην ακτινοθεραπεία ^(92){ }^{92} και μπορεί να έχει ρόλο στην παρακολούθηση για την έγκαιρη ανίχνευση υποτροπιάζουσας νόσου τόσο στην πύελο όσο και σε απομακρυσμένη θέση. ^(93,94){ }^{93,94}
Physicians from around the world use neoadjuvant chemotherapy followed by surgery as the primary management approach. In an Italian study, 441 patients were randomized to neoadjuvant chemotherapy fol- Γιατροί από όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν τη νεοεπικουρική χημειοθεραπεία ακολουθούμενη από χειρουργική επέμβαση ως την κύρια προσέγγιση διαχείρισης. Σε μια ιταλική μελέτη, 441 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε νεοεπικουρική χημειοθεραπεία μετά από
lowed by surgery, with an option for additional adjuvant therapy after surgery, versus definitive radiotherapy alone. ^(95){ }^{95} This study reported an improved survival in the neoadjuvant chemotherapy plus surgery arm. On subset analysis the benefit was for early-stage patients only. The results of this study are difficult to interpret because the radiotherapy was suboptimal in the radio-therapy-alone arm and the majority of patients in the surgery arm received adjuvant radiotherapy. In general, the indications for adjuvant therapy after neoadjuvant treatment are not well defined for this treatment approach, but at least 50%50 \% of patients either cannot receive radical surgery or have a traditional risk factor for adjuvant treatment (eg, lymph node-positive, parametrial involvement, margin-positive). The European Organization for Research and Treatment of Cancer (EORTC) is currently conducting a randomized trial of neoadjuvant chemotherapy followed by surgery versus concurrent chemotherapy with radiation in patients with stage IB2-IIb tumors. This trial may address some of the concerns raised in the Italian study but is unlikely to better define the role for adjuvant radiotherapy after chemotherapy followed by surgery. χαμηλώνεται με χειρουργική επέμβαση, με δυνατότητα πρόσθετης επικουρικής θεραπείας μετά τη χειρουργική επέμβαση, έναντι οριστικής ακτινοθεραπείας μόνο. ^(95){ }^{95} Αυτή η μελέτη ανέφερε βελτιωμένη επιβίωση στο σκέλος της νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας συν χειρουργική επέμβαση. Σε ανάλυση υποομάδων το όφελος αφορούσε μόνο ασθενείς πρώιμου σταδίου. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι δύσκολο να ερμηνευθούν, διότι η ακτινοθεραπεία ήταν υποβέλτιστη στο σκέλος της ακτινοθεραπείας μόνο και η πλειονότητα των ασθενών στο σκέλος της χειρουργικής επέμβασης έλαβαν επικουρική ακτινοθεραπεία. Σε γενικές γραμμές, οι ενδείξεις για επικουρική θεραπεία μετά από νεοεπικουρική θεραπεία δεν είναι σαφώς καθορισμένες για αυτή τη θεραπευτική προσέγγιση, αλλά τουλάχιστον 50%50 \% των ασθενών είτε δεν μπορούν να λάβουν ριζική χειρουργική επέμβαση είτε έχουν έναν παραδοσιακό παράγοντα κινδύνου για επικουρική θεραπεία (π.χ. λεμφαδένες θετικοί, παραμετρική συμμετοχή, θετικό περιθώριο). Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Έρευνας και Θεραπείας του Καρκίνου (EORTC) διεξάγει επί του παρόντος μια τυχαιοποιημένη δοκιμή νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας ακολουθούμενης από χειρουργική επέμβαση έναντι ταυτόχρονης χημειοθεραπείας με ακτινοβολία σε ασθενείς με όγκους σταδίου ΙΒ2-IIb. Η δοκιμή αυτή μπορεί να αντιμετωπίσει ορισμένες από τις ανησυχίες που διατυπώθηκαν στην ιταλική μελέτη, αλλά είναι απίθανο να καθορίσει καλύτερα τον ρόλο της επικουρικής ακτινοθεραπείας μετά από χημειοθεραπεία ακολουθούμενη από χειρουργική επέμβαση.
TREATMENT OUTCOME ΑΠΟΤΈΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΊΑΣ
The Cochrane review reports that with the addition of chemotherapy to radiation the overall survival of patients with locally advanced disease is 70%.^(67)70 \% .{ }^{67} This is Η ανασκόπηση Cochrane αναφέρει ότι με την προσθήκη χημειοθεραπείας στην ακτινοβολία η συνολική επιβίωση των ασθενών με τοπικά προχωρημένη νόσο είναι 70%.^(67)70 \% .{ }^{67} Αυτό είναι
an absolute 10%10 \% improvement compared to radiotherapy alone, where overall survival was 60%60 \%. The individual patient meta-analysis indicated an 8%8 \% absolute overall survival improvement. The absolute survival improvement was greatest for those with early-stage disease: 10% for stage I and IIa, 7% for stage IIB, and 3% for stage IIIA-IVA. ^(31){ }^{31} μια απόλυτη 10%10 \% βελτίωση σε σύγκριση με την ακτινοθεραπεία μόνο, όπου η συνολική επιβίωση ήταν 60%60 \% . Η μετα-ανάλυση μεμονωμένων ασθενών έδειξε απόλυτη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης 8%8 \% . Η απόλυτη βελτίωση της επιβίωσης ήταν μεγαλύτερη για τα άτομα με νόσο σε πρώιμο στάδιο: 10% για τα στάδια I και IIa, 7% για το στάδιο IIB και 3% για τα στάδια IIIA-IVA. ^(31){ }^{31}
OTHER AGENTS ΆΛΛΟΙ ΠΡΆΚΤΟΡΕΣ
As in other solid tumors, there is increasing interest in the potential of biologic or targeted therapies in cervical cancer (eg, anti-angiogenic agents, epidermal growth factor inhibitors). The RTOG completed a phase I/II study with celecoxib with concurrent chemotherapy and radiotherapy. This trial found high locoregional failure rates along with significant toxicity. ^(96,97){ }^{96,97} There are numerous ongoing phase I/II trials of radiotherapy and chemotherapy with targeted agents such as erlotinib, cetuximab, sorafenib, and bevacizumab. Depending on results, one of these agents may move on to further study. Όπως και σε άλλους συμπαγείς όγκους, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες των βιολογικών ή στοχευμένων θεραπειών στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας (π.χ. αντι-αγγειογενετικοί παράγοντες, αναστολείς του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα). Η RTOG ολοκλήρωσε μια μελέτη φάσης I/II με celecoxib με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Η μελέτη αυτή διαπίστωσε υψηλά ποσοστά τοπικοπεριοχικής αποτυχίας μαζί με σημαντική τοξικότητα. ^(96,97){ }^{96,97} Υπάρχουν πολυάριθμες εν εξελίξει μελέτες φάσης Ι/ΙΙΙ ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας με στοχευμένους παράγοντες όπως η erlotinib, η cetuximab, η sorafenib και η bevacizumab. Ανάλογα με τα αποτελέσματα, ένας από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω μελέτη.
As in other cancers, retrospective results in cervical cancer have shown that anemia is associated with worse survival. ^(98){ }^{98} A phase III trial of an erythropoiesisstimulating agent (ESA) was mounted by the GOG, where cervical cancer patients receiving concurrent chemotherapy and radiotherapy were randomized to receive an ESA or not. ^(99){ }^{99} The trial closed early because of signals from other studies of possible increased venous thromboembolism risk and decreased survival or local control. As a result, the opportunity to determine if anemia correction in cervical cancer is beneficial using a randomized trial design has been lost. Hypoxia remains a target for cervical cancer treatment. Tirapazamine is a potent hypoxic cell cytotoxic agent that has syngergistic effects with radiation and cisplatin. Promising phase I/II data ^(100){ }^{100} have led to an ongoing randomized phase III study with the GOG. Όπως και σε άλλους καρκίνους, αναδρομικά αποτελέσματα στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχουν δείξει ότι η αναιμία σχετίζεται με χειρότερη επιβίωση. ^(98){ }^{98} Μια δοκιμή φάσης ΙΙΙ ενός παράγοντα διέγερσης της ερυθροποίησης (ESA) οργανώθηκε από το GOG, όπου οι ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που έλαβαν ταυτόχρονη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ESA ή όχι. ^(99){ }^{99} Η δοκιμή έκλεισε πρόωρα λόγω σημάτων από άλλες μελέτες για πιθανό αυξημένο κίνδυνο φλεβικής θρομβοεμβολής και μειωμένη επιβίωση ή τοπικό έλεγχο. Ως αποτέλεσμα, χάθηκε η ευκαιρία να προσδιοριστεί εάν η διόρθωση της αναιμίας στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είναι επωφελής με τη χρήση ενός τυχαιοποιημένου σχεδιασμού δοκιμής. Η υποξία παραμένει στόχος για τη θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η τιραπαζαμίνη είναι ένας ισχυρός κυτταροτοξικός παράγοντας υποξίας των κυττάρων που έχει συνεργιστικές επιδράσεις με την ακτινοβολία και τη σισπλατίνη. Ελπιδοφόρα δεδομένα φάσης I/II ^(100){ }^{100} οδήγησαν σε μια εν εξελίξει τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης III με το GOG.
SURVIVORSHIP AND SEXUALITY ΕΠΙΒΊΩΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΌΤΗΤΑ
Cervical cancer is frequently diagnosed in premenopausal women who are of a reproductive age. The prescribed treatments are ablative and usually result in premature ovarian failure. The physical, psychological, and social impacts of a cervical cancer diagnosis and treatment are tremendous. A recent population-based random sample of cancer survivors compared with matched controls found that only those with cervical cancer had a higher relative risk of divorce, 1.43 ( 95%95 \% confidence interval, 1.3-16). ^(101){ }^{101} Other studies have clearly documented the high frequency of problems leading to sexual dysfunction and/or trouble with intimacy. ^(102-107){ }^{102-107} A Cochrane review has been done to examine interventions aimed at improving sexual function. ^(108){ }^{108} The data available were old and of poor quality. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας διαγιγνώσκεται συχνά σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Οι συνταγογραφούμενες θεραπείες είναι αφαιρετικές και συνήθως οδηγούν σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Οι σωματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις της διάγνωσης και της θεραπείας του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι τεράστιες. Ένα πρόσφατο πληθυσμιακό τυχαίο δείγμα επιζώντων από καρκίνο σε σύγκριση με αντίστοιχους μάρτυρες διαπίστωσε ότι μόνο όσες έπασχαν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας είχαν υψηλότερο σχετικό κίνδυνο διαζυγίου, 1,43 ( 95%95 \% διάστημα εμπιστοσύνης, 1,3-16). ^(101){ }^{101} Άλλες μελέτες έχουν τεκμηριώσει με σαφήνεια την υψηλή συχνότητα προβλημάτων που οδηγούν σε σεξουαλική δυσλειτουργία ή/και προβλήματα με την οικειότητα. ^(102-107){ }^{102-107} Έγινε μια ανασκόπηση Cochrane για να εξεταστούν οι παρεμβάσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της σεξουαλικής λειτουργίας. ^(108){ }^{108} Τα διαθέσιμα δεδομένα ήταν παλιά και κακής ποιότητας.
There is some evidence to support the use of vaginal dilation to prevent vaginal stenosis and topical estrogen or benzydamines for treating acute radiation reactions. Since the review, randomized studies have demonstrated that psycho-educational interventions are able to increase compliance with vaginal dilator use. ^(109,110){ }^{109,110} More research in this area is clearly required. The field is open for investigation of interventions and approaches to help women with sexual rehabilitation. Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση κολπικής διαστολής για την πρόληψη της κολπικής στένωσης και τοπικών οιστρογόνων ή βενζιδαμινών για την αντιμετώπιση οξέων αντιδράσεων ακτινοβολίας. Μετά την ανασκόπηση, τυχαιοποιημένες μελέτες έδειξαν ότι οι ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις είναι σε θέση να αυξήσουν τη συμμόρφωση με τη χρήση κολπικού διαστολέα. ^(109,110){ }^{109,110} Είναι σαφές ότι απαιτούνται περισσότερες έρευνες σε αυτόν τον τομέα. Το πεδίο είναι ανοιχτό για τη διερεύνηση παρεμβάσεων και προσεγγίσεων που θα βοηθήσουν τις γυναίκες με σεξουαλική αποκατάσταση.
CONCLUSION AND FUTURE DIRECTIONS ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΈΣ ΚΑΤΕΥΘΎΝΣΕΙΣ
Cervical cancer remains a problem in both the developing and the developed world. The most significant therapeutic advance is the addition of chemotherapy to radiation for primary treatment. Further research is required to identify improved systemic regimens to use with radiation as well as adjuvantly, to improve local control and distant relapse rates. Advances in technology of radiotherapy are changing the way it is used for cervical cancer, both for ex-ternal-beam treatment (eg, IMRT) and brachytherapy (eg, image-guided brachytherapy). The application of this new technology is still evolving. The possibility of delivering increased doses, especially to larger, more advanced-stage tumors while sparing normal tissue should lead to improvements in the therapeutic ratio. Investigation of the newer targeted drugs (eg, anti-angiogenic agents) is still preliminary. Given the success seen in other tumor sites, it is likely that targeted agents will become a part of the management of cervical cancer. Until primary and secondary prevention are comprehensively used worldwide, the management of early and locally advanced disease will remain relevant and important for practicing radiation oncologists. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας παραμένει πρόβλημα τόσο στον αναπτυσσόμενο όσο και στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η σημαντικότερη θεραπευτική πρόοδος είναι η προσθήκη της χημειοθεραπείας στην ακτινοβολία για την πρωτογενή θεραπεία. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον εντοπισμό βελτιωμένων συστηματικών σχημάτων που θα χρησιμοποιηθούν με ακτινοβολία καθώς και επικουρικά, για τη βελτίωση του τοπικού ελέγχου και των ποσοστών απομακρυσμένης υποτροπής. Η πρόοδος στην τεχνολογία της ακτινοθεραπείας αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τόσο για τη θεραπεία με εξωτερική δέσμη (π.χ. IMRT) όσο και για τη βραχυθεραπεία (π.χ. βραχυθεραπεία καθοδηγούμενη από εικόνα). Η εφαρμογή αυτής της νέας τεχνολογίας εξακολουθεί να εξελίσσεται. Η δυνατότητα χορήγησης αυξημένων δόσεων, ιδίως σε μεγαλύτερους όγκους, σε πιο προχωρημένο στάδιο, με παράλληλη εξοικονόμηση του φυσιολογικού ιστού θα πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση της θεραπευτικής αναλογίας. Η διερεύνηση των νεότερων στοχευμένων φαρμάκων (π.χ. αντι-αγγειογενετικοί παράγοντες) είναι ακόμη προκαταρκτική. Δεδομένης της επιτυχίας που παρατηρήθηκε σε άλλες περιοχές όγκων, είναι πιθανό ότι οι στοχευμένοι παράγοντες θα αποτελέσουν μέρος της διαχείρισης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Μέχρις ότου η πρωτογενής και η δευτερογενής πρόληψη χρησιμοποιηθούν ολοκληρωμένα παγκοσμίως, η διαχείριση της πρώιμης και τοπικά προχωρημένης νόσου θα παραμείνει σχετική και σημαντική για τους ασκούμενους ακτινοθεραπευτές ογκολόγους.
Acknowledgment Αναγνώριση
Dr Lisa Barbera is an Ontario Ministry of Health and Long Term Care Career Scientist. Η Δρ Lisa Barbera είναι επιστήμονας καριέρας του Υπουργείου Υγείας και Μακροχρόνιας Διαβίωσης του Οντάριο.
REFERENCES ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Parkin DM, Bray F, Ferlay J, Pisani P. Global Cancer Statistics, 2002. CA Cancer J Clin. 2005;55:74-108.
Patel DA, Barnholtz-Sloan JS, Patel MK, Malone JM, Chuba PJ, Schwartz K. A population-based study of racial and ethnic differences in survival among women with invasive cervical cancer: analysis of Surveillance, Epidemiology, and End Results data. Gynecol Oncol. 2005;97:550-8. Patel DA, Barnholtz-Sloan JS, Patel MK, Malone JM, Chuba PJ, Schwartz K. Μια μελέτη με βάση τον πληθυσμό για τις φυλετικές και εθνοτικές διαφορές στην επιβίωση μεταξύ των γυναικών με διηθητικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: ανάλυση δεδομένων Surveillance, Epidemiology, and End Results. Gynecol Oncol. 2005;97:550-8.
Vinh-Hung V, Bourgain C, Vlastos G, Cserni G, De Ridder M, Storme G, et al. Prognostic value of histopathology and trends in cervical cancer: a SEER population study. BMC Cancer. 2007;7:164.
Kim SH, Choi BI, Han JK, Kim HD, Lee HP, Kang SB, et al. Preoperative staging of uterine cervical carcinoma: comparison of CT and MRI in 99 patients. J Comput Assist Tomogr. 1993;17:633-40. Kim SH, Choi BI, Han JK, Kim HD, Lee HP, Kang SB, et al. Προεγχειρητική σταδιοποίηση του καρκινώματος του τραχήλου της μήτρας: σύγκριση της αξονικής και της μαγνητικής τομογραφίας σε 99 ασθενείς. J Comput Assist Tomogr. 1993;17:633-40.
Kim SH, Choi BI, Lee HP, Kang SB, Choi YM, Han MC, et al. Uterine cervical carcinoma: comparison of CT and MR findings. Radiology. 1990;175:45-51. Kim SH, Choi BI, Lee HP, Kang SB, Choi YM, Han MC, et al. Καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: σύγκριση των ευρημάτων της αξονικής και της μαγνητικής τομογραφίας. Radiology. 1990;175:45-51.
Williams AD, Cousins C, Soutter WP, Mubashar M, Peters AM, Dina R, et al. Detection of pelvic lymph node metastases in gynecologic malignancy: a comparison of CT, MR imaging, and positron emission tomography. AJR Am J Roentgenol. 2001;177:343-8.
Yang WT, Lam WW, Yu MY, Cheung TH, Metreweli C. Comparison of dynamic helical CT and dynamic MR imaging in the evaluation of pelvic lymph nodes in cervical carcinoma. AJR Am J Roentgenol. 2000;175: 759-66. Yang WT, Lam WW, Yu MY, Cheung TH, Metreweli C. Σύγκριση της δυναμικής ελικοειδούς αξονικής τομογραφίας και της δυναμικής μαγνητικής τομογραφίας στην αξιολόγηση των πυελικών λεμφαδένων σε καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. AJR Am J Roentgenol. 2000;175: 759-66.
Bipat S, Glas AS, van der Velden J, Zwinderman AH, Bossuyt PM, Stoker J. Computed tomography and magnetic resonance imaging in staging of uterine cervical carcinoma: a systematic review. Gynecol Oncol. 2003; 91:59-66. Bipat S, Glas AS, van der Velden J, Zwinderman AH, Bossuyt PM, Stoker J. Υπολογιστική τομογραφία και μαγνητική τομογραφία στη σταδιοποίηση του καρκινώματος του τραχήλου της μήτρας: συστηματική ανασκόπηση. Gynecol Oncol. 2003; 91:59-66.
Rockall AG, Sohaib SA, Harisinghani MG, Babar SA, Singh N, Jeyarajah AR, et al. Diagnostic performance of nanoparticle-enhanced magnetic resonance imaging in the diagnosis of lymph node metastases in patients with endometrial and cervical cancer. J Clin Oncol. 2005;23: 2813-21.
Belhocine T, Thille A, Fridman V, Albert A, Seidel L, Nickers P, et al. Contribution of whole-body 18FDG PET imaging in the management of cervical cancer. Gynecol Oncol. 2002;87:90-7.
Reinhardt MJ, Ehritt-Braun C, Vogelgesang D, Ihling C, Hogerle S, Mix M, et al. Metastatic lymph nodes in patients with cervical cancer: detection with MR imaging and FDG PET. Radiology. 2001;218:776-82. Reinhardt MJ, Ehritt-Braun C, Vogelgesang D, Ihling C, Hogerle S, Mix M, et al. Μεταστατικοί λεμφαδένες σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: ανίχνευση με μαγνητική τομογραφία και FDG PET. Radiology. 2001;218:776-82.
Sironi S, Buda A, Picchio M, Perego P, Moreni R, Pellegrino A, et al. Lymph node metastasis in patients with clinical early-stage cervical cancer: detection with integrated FDG PET/CT. Radiology. 2006;238:272-9. Sironi S, Buda A, Picchio M, Perego P, Moreni R, Pellegrino A, et al. Λεμφαδενικές μεταστάσεις σε ασθενείς με κλινικό καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σε πρώιμο στάδιο: ανίχνευση με ολοκληρωμένη FDG PET/CT. Radiology. 2006;238:272-9.
Grigsby PW, Siegel BA, Dehdashti F. Lymph node staging by positron emission tomography in patients with carcinoma of the cervix. J Clin Oncol. 2001;19:3745-9. Grigsby PW, Siegel BA, Dehdashti F. Σταδιοποίηση λεμφαδένων με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων σε ασθενείς με καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. J Clin Oncol. 2001;19:3745-9.
Havrilesky LJ, Kulasingam SL, Matchar DB, Myers ER. FDG-PET for management of cervical and ovarian cancer. Gynecol Oncol. 2005;97:183-91. Havrilesky LJ, Kulasingam SL, Matchar DB, Myers ER. FDG-PET για τη διαχείριση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και των ωοθηκών. Gynecol Oncol. 2005;97:183-91.
Yeh LS, Hung YC, Shen YY, Kao CH, Lin CC, Lee CC. Detecting para-aortic lymph nodal metastasis by positron emission tomography of 18 F -fluorodeoxyglucose in advanced cervical cancer with negative magnetic resonance imaging findings. Oncol Rep. 2002;9: 1289-92. Yeh LS, Hung YC, Shen YY, Kao CH, Lin CC, Lee CC. Ανίχνευση παρααορτικών λεμφαδενικών μεταστάσεων με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων 18 F -φθοροδεοξυγλυκόζης σε προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας με αρνητικά ευρήματα μαγνητικής τομογραφίας. Oncol Rep. 2002;9: 1289-92.
Lin WC, Hung YC, Yeh LS, Kao CH, Yen RF, Shen YY. Usefulness of (18)F-fluorodeoxyglucose positron emission tomography to detect para-aortic lymph nodal metastasis in advanced cervical cancer with negative computed tomography findings. Gynecol Oncol. 2003;89: 73-6. Lin WC, Hung YC, Yeh LS, Kao CH, Yen RF, Shen YY. Χρησιμότητα της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (18)F-φθοροδεοξυγλυκόζης για την ανίχνευση παρααορτικών λεμφαδενικών μεταστάσεων σε προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας με αρνητικά ευρήματα υπολογιστικής τομογραφίας. Gynecol Oncol. 2003;89: 73-6.
Monk BJ, Tian C, Rose PG, Lanciano R. Which clinical/ pathologic factors matter in the era of chemoradiation as treatment for locally advanced cervical carcinoma?: Analysis of two Gynecologic Oncology Group (GOG) trials. Gynecol Oncol. 2007;105:427-33. Monk BJ, Tian C, Rose PG, Lanciano R. Ποιοι κλινικοί/παθολογικοί παράγοντες έχουν σημασία στην εποχή της χημειοακτινοβολίας ως θεραπεία για το τοπικά προχωρημένο καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας;: Ανάλυση δύο δοκιμών της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας (GOG). Gynecol Oncol. 2007;105:427-33.
Huang H-J, Chang T-C, Hong J-H, Tseng C-J, Chou H-H, Huang K-G, et al. Prognostic value of age and histologic type in neoadjuvant chemotherapy plus radical surgery
for bulky (>=4cm)(>=4 \mathrm{~cm}) stage IB and IIA cervical carcinoma. Int J Gynecol Cancer. 2003;13:204-11. για ογκώδες (>=4cm)(>=4 \mathrm{~cm}) καρκίνωμα τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ και ΙΙΑ. Int J Gynecol Cancer. 2003;13:204-11.
Lea JS, Sheets EE, Wenham RM, Duska LR, Coleman RL, Miller DS, et al. Stage IIB-IVB cervical adenocarcinoma: prognostic factors and survival. Gynecol Oncol. 2002; 84:115-9. Lea JS, Sheets EE, Wenham RM, Duska LR, Coleman RL, Miller DS, et al. Στάδιο IIB-IVB αδενοκαρκίνωμα τραχήλου μήτρας: προγνωστικοί παράγοντες και επιβίωση. Gynecol Oncol. 2002; 84:115-9.
Stehman FB, Bundy BN, DiSaia PJ, Keys HM, Larson JE, Fowler WC. Carcinoma of the cervix treated with radiation therapy. I. A multi-variate analysis of prognostic variables in the Gynecologic Oncology Group. Cancer. 1991;67:2776-85. Stehman FB, Bundy BN, DiSaia PJ, Keys HM, Larson JE, Fowler WC. Καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας που αντιμετωπίζεται με ακτινοθεραπεία. I. Μια πολυμεταβλητή ανάλυση των προγνωστικών μεταβλητών στην Ομάδα Γυναικολογικής Ογκολογίας. Cancer. 1991;67:2776-85.
Los Santos JF, Thomas GM. Anemia correction in malignancy management: threat or opportunity? Gynecol Oncol 2007;105:517-29. Los Santos JF, Thomas GM. Διόρθωση της αναιμίας στη διαχείριση της κακοήθειας: απειλή ή ευκαιρία; Gynecol Oncol 2007;105:517-29.
Waggoner SE, Darcy KM, Fuhrman B, Parham G, Lucci III J, Monk BJ, et al. Association between cigarette smoking and prognosis in locally advanced cervical carcinoma treated with chemoradiation: A Gynecologic Oncology Group study. Gynecol Oncol. 2006;103:853-8. Waggoner SE, Darcy KM, Fuhrman B, Parham G, Lucci III J, Monk BJ, et al. Συσχέτιση μεταξύ καπνίσματος και πρόγνωσης σε τοπικά προχωρημένο καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας που αντιμετωπίζεται με χημειοακτινοβολία: A Gynecologic Oncology Group study. Gynecol Oncol. 2006;103:853-8.
Perez CA, Grigsby PW, Castro-Vita H, Lockett MA. Carcinoma of the uterine cervix. I. Impact of prolongation of overall treatment time and timing of brachytherapy on outcome of radiation therapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1995;32:1275-88. Perez CA, Grigsby PW, Castro-Vita H, Lockett MA. Καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. I. Επίδραση της παράτασης του συνολικού χρόνου θεραπείας και του χρόνου της βραχυθεραπείας στην έκβαση της ακτινοθεραπείας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1995;32:1275-88.
Perez CA, Grigsby PW, Chao KSC, Mutch DG, Lockett MA. Tumor Size, Irradiation Dose, and Long-Term Outcome of Carcinoma of Uterine Cervix. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1998;41:307-17. Perez CA, Grigsby PW, Chao KSC, Mutch DG, Lockett MA. Μέγεθος όγκου, δόση ακτινοβολίας και μακροπρόθεσμη έκβαση του καρκινώματος του τραχήλου της μήτρας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1998;41:307-17.
Fyles AW, Pintilie M, Kirkbride P, Levin W, Manchul LA, Rawlings GA. Prognostic factors in patients with cervix cancer treated by radiation therapy: results of a multiple regression analysis. Radiother Oncol. 1995;35:10717. Fyles AW, Pintilie M, Kirkbride P, Levin W, Manchul LA, Rawlings GA. Προγνωστικοί παράγοντες σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που αντιμετωπίστηκαν με ακτινοθεραπεία: αποτελέσματα ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης. Radiother Oncol. 1995;35:10717.
Shinohara S, Ochi T, Miyazaki T, Fujii T, Kawamura M, Mochizuki T, et al. Histopathological prognostic factors in patients with cervical cancer treated with radical hysterectomy and postoperative radiotherapy. Int J Clin Oncol. 2004;9:503-9.
Nordsmark M, Loncaster J, Aquino-Parsons C, Chou SC, Gebski V, West C, et al. The prognostic value of pimonidazole and tumour pO 2 in human cervix carcinomas after radiation therapy: A prospective international multi-center study. Radiother Oncol. 2006;80:123-31. Nordsmark M, Loncaster J, Aquino-Parsons C, Chou SC, Gebski V, West C, et al. Η προγνωστική αξία της πιμονιδαζόλης και του pO 2 του όγκου σε καρκινώματα του τραχήλου της μήτρας του ανθρώπου μετά από ακτινοθεραπεία: Μια προοπτική διεθνής πολυκεντρική μελέτη. Radiother Oncol. 2006;80:123-31.
Petereit DG, Sarkaria JN, Chappell R, Fowler JF, Hartmann TJ, Kinsella TJ, et al. The adverse effect of treatment prolongation in cervical carcinoma. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1995;32:1301-7.
Eifel PJ, Thoms WW Jr, Smith TL, Morris M, Oswald MJ. The relationship between brachytherapy dose and outcome in patients with bulky endocervical tumors treated with radiation alone. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1994;28:113-8. Eifel PJ, Thoms WW Jr, Smith TL, Morris M, Oswald MJ. Η σχέση μεταξύ της δόσης βραχυθεραπείας και της έκβασης σε ασθενείς με ογκώδεις ενδοτραχηλικούς όγκους που αντιμετωπίστηκαν μόνο με ακτινοβολία. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1994;28:113-8.
Lanciano RM, Won M, Coia LR, Hanks GE. Pretreatment and treatment factors associated with improved outcome in squamous cell carcinoma of the uterine cervix: a final report of the 1973 and 1978 patterns of care studies. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1991;20:667-76. Lanciano RM, Won M, Coia LR, Hanks GE. Προθεραπευτικοί και θεραπευτικοί παράγοντες που σχετίζονται με βελτιωμένη έκβαση στο πλακώδες καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: τελική έκθεση των μελετών "patterns of care" των ετών 1973 και 1978. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1991;20:667-76.
Vale C, Tierney JF, Stewart LA, Brady M, Dinshaw K, Jakobsen A, et al. Reducing uncertainties about the effects of chemoradiotherapy for cervical cancer: a systematic review and meta-analysis of individual patient
data from 18 randomized trials. J Clin Oncol. 2008;26: 5802-12. δεδομένα από 18 τυχαιοποιημένες δοκιμές. J Clin Oncol. 2008;26: 5802-12.
Gadducci A, Tana R, Fanucchi A, Genazzani AR. Biochemical prognostic factors and risk of relapses in patients with cervical cancer. Gynecol Oncol. 2007;107: S23-S26. Gadducci A, Tana R, Fanucchi A, Genazzani AR. Βιοχημικοί προγνωστικοί παράγοντες και κίνδυνος υποτροπών σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Gynecol Oncol. 2007;107: S23-S26.
Landoni F, Maneo A, Colombo A, Placa F, Milani R, Perego P , et al. Randomised study of radical surgery versus radiotherapy for stage Ib-IIa cervical cancer. Lancet. 1997;350:535-40.
Hall EJ, Wuu CS. Radiation-induced second cancers: the impact of 3D-CRT and IMRT. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2003;56:83-8. Hall EJ, Wuu CS. Δεύτεροι καρκίνοι που προκαλούνται από ακτινοβολία: ο αντίκτυπος της 3D-CRT και της IMRT. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2003;56:83-8.
Beiner ME, Covens A. Surgery insight: radical vaginal trachelectomy as a method of fertility preservation for cervical cancer. Nat Clin Pract Oncol. 2007;4:353-61. Beiner ME, Covens A. Surgery insight: ριζική κολπική τραχελεκτομή ως μέθοδος διατήρησης της γονιμότητας για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Nat Clin Pract Oncol. 2007;4:353-61.
Sedlis A, Bundy BN, Rotman MZ, Lentz SS, Muderspach LI, Zaino RJ. A randomized trial of pelvic radiation therapy versus no further therapy in selected patients with stage IB carcinoma of the cervix after radical hysterectomy and pelvic lymphadenectomy: A Gynecologic Oncology Group Study. Gynecol Oncol. 1999;73: 177-83. Sedlis A, Bundy BN, Rotman MZ, Lentz SS, Muderspach LI, Zaino RJ. Τυχαιοποιημένη δοκιμή πυελικής ακτινοθεραπείας έναντι μη περαιτέρω θεραπείας σε επιλεγμένες ασθενείς με καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ μετά από ριζική υστερεκτομή και πυελική λεμφαδενεκτομή: A Gynecologic Oncology Group Study: A Gynecologic Oncology Group Study: A Gynecologic Oncology Group Study. Gynecol Oncol. 1999;73: 177-83.
Peters WA, III, Liu PY, Barrett RJ, Stock RJ, Monk BJ, Berek JS, et al. Concurrent chemotherapy and pelvic radiation therapy compared with pelvic radiation therapy alone as adjuvant therapy after radical surgery in high-risk early-stage cancer of the cervix. J Clin Oncol. 2000;18:1606-13.
Eifel PJ, Moughan J, Erickson B, Iarocci T, Grant D, Owen J. Patterns of radiotherapy practice for patients with carcinoma of the uterine cervix: a patterns of care study. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2004;60:1144-53. Eifel PJ, Moughan J, Erickson B, Iarocci T, Grant D, Owen J. Μοτίβα ακτινοθεραπευτικής πρακτικής για ασθενείς με καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: μελέτη προτύπων περίθαλψης. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2004;60:1144-53.
Barbera L, Paszat L, Thomas G, Covens A, Fyles A, Elit L, et al. The rapid uptake of concurrent chemotherapy for cervix cancer patients treated with curative radiation. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2006;64:1389-94.
Nag S, Erickson B, Thomadsen B, Orton C, Demanes JD, Petereit D. The American Brachytherapy Society recommendations for high-dose-rate brachytherapy for carcinoma of the cervix. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2000; 48:201-11. Nag S, Erickson B, Thomadsen B, Orton C, Demanes JD, Petereit D. Οι συστάσεις της Αμερικανικής Εταιρείας Βραχυθεραπείας για τη βραχυθεραπεία υψηλής δόσης για το καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2000; 48:201-11.
Pearcey R, Brundage M, Drouin P, Jeffrey J, Johnston D, Lukka H, et al. Phase III trial comparing radical radiotherapy with and without cisplatin chemotherapy in patients with advanced squamous cell cancer of the cervix. J Clin Oncol. 2002;20:966-72. Pearcey R, Brundage M, Drouin P, Jeffrey J, Johnston D, Lukka H, κ.ά. Δοκιμή φάσης ΙΙΙ που συγκρίνει τη ριζική ακτινοθεραπεία με και χωρίς χημειοθεραπεία με σισπλατίνη σε ασθενείς με προχωρημένο πλακώδες καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. J Clin Oncol. 2002;20:966-72.
Keys HM, Bundy BN, Stehman FB, Okagaki T, Gallup DG, Burnett AF, et al. Radiation therapy with and without extrafascial hysterectomy for bulky stage IB cervical carcinoma: a randomized trial of the Gynecologic Oncology Group. Gynecol Oncol. 2003;89:343-53. Keys HM, Bundy BN, Stehman FB, Okagaki T, Gallup DG, Burnett AF, et al. Ακτινοθεραπεία με και χωρίς εξωσωματική υστερεκτομή για ογκώδες καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ: τυχαιοποιημένη δοκιμή της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας. Gynecol Oncol. 2003;89:343-53.
Taylor A, Rockall AG, Reznek RH, Powell MEB. Mapping pelvic lymph nodes: Guidelines for delineation in intensity-modulated radiotherapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2005;63:1604-12. Taylor A, Rockall AG, Reznek RH, Powell MEB. Χαρτογράφηση πυελικών λεμφαδένων: Κατευθυντήριες γραμμές για την οριοθέτηση στην ακτινοθεραπεία με διαμόρφωση έντασης. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2005;63:1604-12.
Small W, Mell LK, Anderson P, Creutzberg C, Los Santos J, Gaffney D, et al. Consensus Guidelines for Delineation of Clinical Target Volume for Intensity-Modulated Pelvic Radiotherapy in Postoperative Treatment of Endometrial and Cervical Cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2008;71:428-34.
Chen MF, Tseng CJ, Tseng CC, Kuo YC, Yu CY, Chen WC. Clinical outcome in posthysterectomy cervical cancer patients treated with concurrent Cisplatin and intensity-modulated pelvic radiotherapy: comparison with conventional radiotherapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;67:1438-44. Chen MF, Tseng CJ, Tseng CC, Kuo YC, Yu CY, Chen WC. Κλινική έκβαση σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μετά από υστερεκτομή που αντιμετωπίστηκαν με ταυτόχρονη σισπλατίνη και ακτινοθεραπεία πυέλου με διαμόρφωση έντασης: σύγκριση με συμβατική ακτινοθεραπεία. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;67:1438-44.
Mundt AJ, Lujan AE, Rotmensch J, Waggoner SE, Yamada SD, Fleming G, et al. Intensity-modulated whole pelvic radiotherapy in women with gynecologic malignancies. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2002;52: 1330-7.
Ahamad A, D’Souza W, Salehpour M, Iyer R, Tucker SL, Jhingran A, et al. Intensity-modulated radiation therapy after hysterectomy: comparison with conventional treatment and sensitivity of the normal-tissue-sparing effect to margin size. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2005;62:1117-24. Ahamad A, D'Souza W, Salehpour M, Iyer R, Tucker SL, Jhingran A, et al. Intensity-modulated radiation therapy after hysterectomy: comparison with conventional treatment and sensitivity of the normal-tissue-sparing effect to margin size. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2005;62:1117-24.
Aronowitz JN, Aronowitz SV, Robison RF. Classics in brachytherapy: Margaret Cleaves introduces gynecologic brachytherapy. Brachytherapy. 2007;6:293-7. Aronowitz JN, Aronowitz SV, Robison RF. Κλασικά κείμενα στη βραχυθεραπεία: Margaret Cleaves εισάγει τη γυναικολογική βραχυθεραπεία. Brachytherapy. 2007;6:293-7.
Stewart AJ, Viswanathan AN. Current controversies in high-dose-rate versus low-dose-rate brachytherapy for cervical cancer. Cancer. 2006;107:908-15. Stewart AJ, Viswanathan AN. Τρέχουσες αντιπαραθέσεις στη βραχυθεραπεία υψηλού ρυθμού δόσης έναντι χαμηλού ρυθμού δόσης για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Cancer. 2006;107:908-15.
Nag S, Chao C, Erickson B, Fowler J, Gupta N, Martinez A, et al. The American Brachytherapy Society recommendations for low-dose-rate brachytherapy for carcinoma of the cervix. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2002; 52:33-48.
Okamoto Y, Tanaka YO, Nishida M, Tsunoda H, Yoshikawa H, Itai Y. MR imaging of the uterine cervix: imaging-pathologic correlation. Radiographics. 2003;23: 425-45. Okamoto Y, Tanaka YO, Nishida M, Tsunoda H, Yoshikawa H, Itai Y. Μαγνητική απεικόνιση του τραχήλου της μήτρας: συσχέτιση απεικόνισης-παθολογίας. Radiographics. 2003;23: 425-45.
Scheidler J, Heuck AF, Steinborn M, Kimmig R, Reiser MF. Parametrial invasion in cervical carcinoma: evaluation of detection at MR imaging with fat suppression. Radiology. 1998;206:125-9. Scheidler J, Heuck AF, Steinborn M, Kimmig R, Reiser MF. Παραμετρική διείσδυση στο καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: αξιολόγηση της ανίχνευσης σε μαγνητική τομογραφία με καταστολή του λίπους. Radiology. 1998;206:125-9.
Viswanathan AN, Dimopoulos J, Kirisits C, Berger D, Potter R. Computed tomography versus magnetic resonance imaging-based contouring in cervical cancer brachytherapy: results of a prospective trial and preliminary guidelines for standardized contours. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;68:491-8.
Nag S, Cardenes H, Chang S, Das IJ, Erickson B, Ibbott GS, et al. Proposed guidelines for image-based intracavitary brachytherapy for cervical carcinoma: Report from Image-Guided Brachytherapy Working Group. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2004;60:1160-72. Nag S, Cardenes H, Chang S, Das IJ, Erickson B, Ibbott GS, κ.ά. Προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές για την ενδοκαυτηριακή βραχυθεραπεία με βάση την εικόνα για το καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: Έκθεση από την ομάδα εργασίας Image-Guided Brachytherapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2004;60:1160-72.
Potter R, Dimopoulos J, Georg P, Lang S, Waldhausl C, Wachter-Gerstner N , et al. Clinical impact of MRI assisted dose volume adaptation and dose escalation in brachytherapy of locally advanced cervix cancer. Radiother Oncol. 2007;83:148-55.
Eifel PJ, Morris M, Wharton JT, Oswald MJ. The influence of tumor size and morphology on the outcome of patients with FIGO stage IB squamous cell carcinoma of the uterine cervix. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1994; 29:9-16. Eifel PJ, Morris M, Wharton JT, Oswald MJ. Η επίδραση του μεγέθους και της μορφολογίας του όγκου στην έκβαση ασθενών με πλακώδες καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ κατά FIGO. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1994; 29:9-16.
Potter R, Haie-Meder C, Limbergen EV, Barillot I, Brabandere MD, Dimopoulos J, et al. Recommendations from gynaecological (GYN) GEC ESTRO working group (II): Concepts and terms in 3D image-based treatment planning in cervix cancer brachytherapy-3D dose vol- Potter R, Haie-Meder C, Limbergen EV, Barillot I, Brabandere MD, Dimopoulos J, et al. Recommendations from gynaecological (GYN) GEC ESTRO working group (II): Έννοιες και όροι στον τρισδιάστατο σχεδιασμό της θεραπείας με βάση την εικόνα στη βραχυθεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας-3D dose vol-
ume parameters and aspects of 3D image-based anatomy, radiation physics, radiobiology. Radiother Oncol. 2006;78:67-77. παράμετροι και πτυχές της τρισδιάστατης ανατομίας βάσει εικόνας, της φυσικής της ακτινοβολίας, της ραδιοβιολογίας. Radiother Oncol. 2006;78:67-77.
Haie-Meder C, Potter R, Van Limbergen E, Briot E, De Brabandere M, Dimopoulos J, et al. Recommendations from Gynaecological (GYN) GEC-ESTRO Working Group (I): concepts and terms in 3D image based 3D treatment planning in cervix cancer brachytherapy with emphasis on MRI assessment of GTV and CTV. Radiother Oncol. 2005;74:235-45.
Keys HM, Bundy BN, Stehman FB, Muderspach LI, Chafe WE, Suggs CL, III, et al. Cisplatin, radiation, and adjuvant hysterectomy compared with radiation and adjuvant hysterectomy for bulky stage IB cervical carcinoma. New Engl J Med. 1999;340:1154-61. Keys HM, Bundy BN, Stehman FB, Muderspach LI, Chafe WE, Suggs CL, III, et al. Σισπλατίνη, ακτινοβολία και επικουρική υστερεκτομή σε σύγκριση με ακτινοβολία και επικουρική υστερεκτομή για ογκώδες καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ. New Engl J Med. 1999;340:1154-61.
Rose PG, Bundy BN, Watkins EB, Thigpen JT, Deppe G, Maiman MA, et al. Concurrent cisplatin-based radiotherapy and chemotherapy for locally advanced cervical cancer. New Engl J Med. 1999;340:1144-53.
Morris M, Eifel PJ, Lu J, Grigsby PW, Levenback C, Stevens RE, et al. Pelvic radiation with concurrent chemotherapy compared with pelvic and para-aortic radiation for high-risk cervical cancer. New Engl J Med. 1999;340:1137-43. Morris M, Eifel PJ, Lu J, Grigsby PW, Levenback C, Stevens RE, et al. Πυελική ακτινοβολία με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία σε σύγκριση με πυελική και παρααορτική ακτινοβολία για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας υψηλού κινδύνου. New Engl J Med. 1999;340:1137-43.
Whitney CW, Sause W, Bundy BN, Malfetano JH, Hannigan EV, Fowler WC, et al. Randomized comparison of fluorouracil plus cisplatin versus hydroxyurea as an adjunct to radiation therapy in stage IIB-IVA carcinoma of the cervix with negative para-aortic lymph nodes: a Gynecologic Oncology Group and Southwest Oncology Group study. J Clin Oncol. 1999;17:1339-48. Whitney CW, Sause W, Bundy BN, Malfetano JH, Hannigan EV, Fowler WC, et al. Τυχαιοποιημένη σύγκριση της φθοριοουρακίλης συν σισπλατίνη έναντι της υδροξυουρίας ως συμπλήρωμα της ακτινοθεραπείας σε καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου IIB-IVA με αρνητικούς παρααορτικούς λεμφαδένες: μελέτη της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας και της Νοτιοδυτικής Ομάδας Ογκολογίας. J Clin Oncol. 1999;17:1339-48.
Stehman FB, Ali S, Keys HM, Muderspach LI, Chafe WE, Gallup DG, et al. Radiation therapy with or without weekly cisplatin for bulky stage 1 B cervical carcinoma: follow-up of a Gynecologic Oncology Group trial. Am J Obstet Gynecol. 2007;197:503-6. Stehman FB, Ali S, Keys HM, Muderspach LI, Chafe WE, Gallup DG, et al. Ακτινοθεραπεία με ή χωρίς εβδομαδιαία σισπλατίνη για ογκώδες καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου 1 B: παρακολούθηση μιας δοκιμής της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας. Am J Obstet Gynecol. 2007;197:503-6.
Rose PG, Ali S, Watkins E, Thigpen JT, Deppe G, ClarkePearson DL, et al. Long-term follow-up of a randomized trial comparing concurrent single agent cisplatin, cis-platin-based combination chemotherapy, or hydroxyurea during pelvic irradiation for locally advanced cervical cancer: a Gynecologic Oncology Group Study. J Clin Oncol. 2007;25:2804-10. Rose PG, Ali S, Watkins E, Thigpen JT, Deppe G, ClarkePearson DL, et al. Μακροχρόνια παρακολούθηση μιας τυχαιοποιημένης δοκιμής που συνέκρινε την ταυτόχρονη μονοθεραπεία με σισπλατίνη, συνδυασμένη χημειοθεραπεία με βάση την σισπλατίνη ή υδροξυουρία κατά τη διάρκεια πυελικής ακτινοβολίας για τοπικά προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: μελέτη της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας. J Clin Oncol. 2007;25:2804-10.
Eifel PJ, Winter K, Morris M, Levenback C, Grigsby PW, Cooper J, et al. Pelvic irradiation with concurrent chemotherapy versus pelvic and para-aortic irradiation for high-risk cervical cancer: an update of radiation therapy oncology group trial (RTOG) 90-01. J Clin Oncol. 2004; 22:872-80. Eifel PJ, Winter K, Morris M, Levenback C, Grigsby PW, Cooper J, et al. Πυελική ακτινοβολία με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία έναντι πυελικής και παρααορτικής ακτινοβολίας για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας υψηλού κινδύνου: επικαιροποίηση της δοκιμής της ομάδας ακτινοθεραπείας ογκολογίας (RTOG) 90-01. J Clin Oncol. 2004; 22:872-80.
Symonds P, Kirwan J, Williams C, Humber C, Tierney J, Green J, et al. Concomitant hydroxyurea plus radiotherapy versus radiotherapy for carcinoma of the uterine cervix. Cochrane Database Syst Rev. 2004;CD003918. Symonds P, Kirwan J, Williams C, Humber C, Tierney J, Green J, et al. Συνδυαστική υδροξυουρία συν ακτινοθεραπεία έναντι ακτινοθεραπείας για καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. Cochrane Database Syst Rev. 2004;CD003918.
Green J, Kirwan J, Tierney J, Vale C, Symonds P, Fresco L, et al. Concomitant chemotherapy and radiation therapy for cancer of the uterine cervix. Cochrane Database Syst Rev. 2005;CD002225. Green J, Kirwan J, Tierney J, Vale C, Symonds P, Fresco L, et al. Συνδυαστική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Cochrane Database Syst Rev. 2005;CD002225.
Lanciano R, Calkins A, Bundy BN, Parham G, Lucci JA, III, Moore DH, et al. Randomized comparison of weekly cisplatin or protracted venous infusion of fluorouracil in combination with pelvic radiation in advanced cer-
vix cancer: a gynecologic oncology group study. J Clin Oncol. 2005;23:8289-95. vix: μελέτη της ομάδας γυναικολογικής ογκολογίας. J Clin Oncol. 2005;23:8289-95.
Veerasarn V, Lorvidhaya V, Kamnerdsupaphon P, Suntornpong N, Sangruchi S, Lertsanguansinchai P, et al. A randomized phase III trial of concurrent chemoradiotherapy in locally advanced cervical cancer: Preliminary results. Gynecol Oncol. 2007;104:15-23. Veerasarn V, Lorvidhaya V, Kamnerdsupaphon P, Suntornpong N, Sangruchi S, Lertsanguansinchai P, et al. A randomized phase III trial of concurrent chemoradiotherapy in locally advanced cervical cancer: Προκαταρκτικά αποτελέσματα. Gynecol Oncol. 2007;104:15-23.
Cadron I, Van Gorp T, Amant F, Leunen K, Neven P, Vergote I. Chemotherapy for recurrent cervical cancer. Gynecol Oncol. 2007;107:S113-S118. Cadron I, Van Gorp T, Amant F, Leunen K, Neven P, Vergote I. Χημειοθεραπεία για τον υποτροπιάζοντα καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Gynecol Oncol. 2007;107:S113-S118.
Eifel PJ, Levenback C, Wharton JT, Oswald MJ. Time course and incidence of late complications in patients treated with radiation therapy for FIGO Stage IB carcinoma of the uterine cervix. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1995;32:1289-300. Eifel PJ, Levenback C, Wharton JT, Oswald MJ. Χρονική πορεία και συχνότητα εμφάνισης όψιμων επιπλοκών σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία για καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας σταδίου ΙΒ κατά FIGO. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1995;32:1289-300.
Ikushima H, Osaki K, Furutani S, Yamashita K, Kishida Y, Kudoh T, et al. Pelvic bone complications following radiation therapy of gynecologic malignancies: Clinical evaluation of radiation-induced pelvic insufficiency fractures. Gynecol Oncol. 2006;103:1100-4. Ikushima H, Osaki K, Furutani S, Yamashita K, Kishida Y, Kudoh T, et al. Επιπλοκές των οστών της πυέλου μετά από ακτινοθεραπεία γυναικολογικών κακοηθειών: Κλινική αξιολόγηση των καταγμάτων πυελικής ανεπάρκειας που προκαλούνται από την ακτινοβολία. Gynecol Oncol. 2006;103:1100-4.
Baxter NN, Habermann EB, Tepper JE, Durham SB, Virnig BA. Risk of pelvic fractures in older women following pelvic irradiation. JAMA. 2005;294:2587-93. Baxter NN, Habermann EB, Tepper JE, Durham SB, Virnig BA. Κίνδυνος πυελικών καταγμάτων σε ηλικιωμένες γυναίκες μετά από πυελική ακτινοβολία. JAMA. 2005;294:2587-93.
Anders JC, Grigsby PW, Singh AK. Cisplatin chemotherapy (without erythropoietin) and risk of life-threatening thromboembolic events in carcinoma of the uterine cervix: the tip of the iceberg? A review of the literature. Radiat Oncol. 2006;1:14. Anders JC, Grigsby PW, Singh AK. Χημειοθεραπεία με σισπλατίνη (χωρίς ερυθροποιητίνη) και κίνδυνος απειλητικών για τη ζωή θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας: η κορυφή του παγόβουνου; Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Radiat Oncol. 2006;1:14.
Perez CA, Brady L. Principles and Practice of Radiation Oncology. 3rd ed. Philadelphia: Lippincott-Raven Publishers, 1998. Perez CA, Brady L. Αρχές και πρακτική της ακτινολογικής ογκολογίας. 3η έκδοση. Philadelphia: Lippincott-Raven Publishers, 1998.
Vigliotti AP, Wen BC, Hussey DH, Doornbos JF, Staples JJ, Jani SK, et al. Extended field irradiation for carcinoma of the uterine cervix with positive periaortic nodes. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1992;23:501-9.
Stryker JA, Mortel R. Survival Following Extended Field Irradiation in Carcinoma of Cervix Metastatic to Paraaortic Lymph Nodes. Gynecol Oncol. 2000;79:399-405. Stryker JA, Mortel R. Επιβίωση μετά από ακτινοβόληση εκτεταμένου πεδίου σε καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας με μετάσταση στους παρααορτικούς λεμφαδένες. Gynecol Oncol. 2000;79:399-405.
Grigsby PW, Perez CA, Chao KSC, Herzog T, Mutch DG, Rader J. Radiation therapy for carcinoma of the cervix with biopsy-proven positive para-aortic lymph nodes. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;49:733-8. Grigsby PW, Perez CA, Chao KSC, Herzog T, Mutch DG, Rader J. Ακτινοθεραπεία για καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας με βιοψία που αποδεικνύει θετικούς παρααορτικούς λεμφαδένες. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;49:733-8.
Grigsby PW, Heydon K, Mutch DG, Kim RY, Eifel P. Long-term follow-up of RTOG 92-10: cervical cancer with positive para-aortic lymph nodes. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;51:982-7. Grigsby PW, Heydon K, Mutch DG, Kim RY, Eifel P. Μακροχρόνια παρακολούθηση του RTOG 92-10: καρκίνος του τραχήλου της μήτρας με θετικούς παρααορτικούς λεμφαδένες. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;51:982-7.
Small W, Winter K, Levenback C, Iyer R, Gaffney D, Asbell S, et al. Extended-Field Irradiation and Intracavitary Brachytherapy Combined With Cisplatin Chemotherapy for Cervical Cancer With Positive Para-Aortic or High Common Iliac Lymph Nodes: Results of ARM 1 of RTOG 0116. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;68: 1081-7. Small W, Winter K, Levenback C, Iyer R, Gaffney D, Asbell S, et al. Extended-Field Irradiation and Intracavitary Brachytherapy Combined With Cisplatin Chemotherapy for Cervical Cancer With Positive Para-Aortic or High Common Iliac Lymph Nodes: Αποτελέσματα του ARM 1 του RTOG 0116. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;68: 1081-7.
Varia MA, Bundy BN, Deppe G, Mannel R, Averette HE, Rose PG, et al. Cervical carcinoma metastatic to paraaortic nodes: extended field radiation therapy with concomitant 5 -fluorouracil and cisplatin chemotherapy: a Gynecologic Oncology Group study. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1998;42:1015-23. Varia MA, Bundy BN, Deppe G, Mannel R, Averette HE, Rose PG, et al. Καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας με μετάσταση στους παρααορτικούς κόμβους: ακτινοθεραπεία εκτεταμένου πεδίου με ταυτόχρονη χημειοθεραπεία με 5 -φθοροουρακίλη και σισπλατίνη: μελέτη της Ομάδας Γυναικολογικής Ογκολογίας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1998;42:1015-23.
Kupets R, Thomas GM, Covens A. Is there a role for pelvic lymph node debulking in advanced cervical cancer? Gynecol Oncol 2002;87:163-70. Kupets R, Thomas GM, Covens A. Υπάρχει ρόλος για την απομάκρυνση των πυελικών λεμφαδένων σε προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας; Gynecol Oncol 2002;87:163-70.
Beriwal S, Gan GN, Heron DE, Selvaraj RN, Kim H, Lalonde R, et al. Early Clinical Outcome With Concurrent Chemotherapy and Extended-Field, Intensity-Modulated Radiotherapy for Cervical Cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;68:166-71.
Gerszten K, Colonello K, Heron DE, Lalonde RJ, Fitian ID, Comerci JT, et al. Feasibility of concurrent cisplatin and extended field radiation therapy (EFRT) using in-tensity-modulated radiotherapy (IMRT) for carcinoma of the cervix. Gynecol Oncol. 2006;102:182-8.
Haie C, Pejovic MH, Gerbaulet A, Horiot JC, Pourquier H, Delouche JJ, et al. Is prophylactic para-aortic irradiation worthwhile in the treatment of advanced cervical carcinoma? Results of a controlled clinical trial of the EORTC radiotherapy group. Radiother Oncol. 1988;11:101-12. Haie C, Pejovic MH, Gerbaulet A, Horiot JC, Pourquier H, Delouche JJ , et al. Is prophylactic para-aortic irradiation worthwhile in the treatment of advanced cervical carcinoma? Αποτελέσματα μιας ελεγχόμενης κλινικής δοκιμής της ομάδας ακτινοθεραπείας EORTC. Radiother Oncol. 1988;11:101-12.
Rotman M, Pajak TF, Choi K, Clery M, Marcial V, Grigsby PW, et al. Prophylactic extended-field irradiation of para-aortic lymph nodes in stages IIB and bulky IB and IIA cervical carcinomas. Ten-year treatment results of RTOG 79-20. JAMA. 1995;274:387-93. Rotman M, Pajak TF, Choi K, Clery M, Marcial V, Grigsby PW, et al. Προφυλακτική ακτινοβόληση εκτεταμένου πεδίου των παρααορτικών λεμφαδένων σε στάδια IIB και ογκώδη καρκινώματα τραχήλου μήτρας IB και IIA. Αποτελέσματα δεκαετούς θεραπείας του RTOG 79-20. JAMA. 1995;274:387-93.
Niibe Y, Kenjo M, Kazumoto T, Michimoto K, Takayama M, Yamauchi C, et al. Multi-institutional study of radiation therapy for isolated para-aortic lymph node recurrence in uterine cervical carcinoma: 84 subjects of a population of more than 5,000. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2006;66:1366-9. Niibe Y, Kenjo M, Kazumoto T, Michimoto K, Takayama M, Yamauchi C, et al. Multi-institutional study of radiation therapy for isolated para-aortic lymph node recurrence in uterine cervical carcinoma: 84 άτομα από πληθυσμό άνω των 5.000. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2006;66:1366-9.
Chou HH, Wang CC, Lai CH, Hong JH, Ng KK, Chang TC, et al. Isolated paraaortic lymph node recurrence after definitive irradiation for cervical carcinoma. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;51:442-8. Chou HH, Wang CC, Lai CH, Hong JH, Ng KK, Chang TC, et al. Απομονωμένη υποτροπή παρααορτικών λεμφαδένων μετά από οριστική ακτινοβόληση για καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2001;51:442-8.
Marnitz S, Kohler C, Muller M, Behrens K, Hasenbein K, Schneider A. Indications for primary and secondary exenterations in patients with cervical cancer. Gynecol Oncol. 2006;103:1023-30. Marnitz S, Kohler C, Muller M, Behrens K, Hasenbein K, Schneider A. Ενδείξεις για πρωτογενείς και δευτερογενείς εξετάσεις σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Gynecol Oncol. 2006;103:1023-30.
Fleisch MC, Pantke P, Beckmann MW, Schnuerch HG, Ackermann R, Grimm MO, et al. Predictors for longterm survival after interdisciplinary salvage surgery for advanced or recurrent gynecologic cancers. J Surg Oncol. 2007;95:476-84.
Berek JS, Howe C, Lagasse LD, Hacker NF. Pelvic exenteration for recurrent gynecologic malignancy: survival and morbidity analysis of the 45 -year experience at UCLA. Gynecol Oncol. 2005;99:153-9. Berek JS, Howe C, Lagasse LD, Hacker NF. Πυελική εξωσωματική επέμβαση για υποτροπιάζουσα γυναικολογική κακοήθεια: ανάλυση επιβίωσης και νοσηρότητας της 45ετούς εμπειρίας στο UCLA. Gynecol Oncol. 2005;99:153-9.
Schwarz JK, Siegel BA, Dehdashti F, Grigsby PW. Association of posttherapy positron emission tomography with tumor response and survival in cervical carcinoma. JAMA. 2007;298:2289-95. Schwarz JK, Siegel BA, Dehdashti F, Grigsby PW. Συσχέτιση της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων μετά τη θεραπεία με την ανταπόκριση του όγκου και την επιβίωση στο καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. JAMA. 2007;298:2289-95.
Chung HH, Kim SK, Kim TH, Lee S, Kang KW, Kim JY, et al. Clinical impact of FDG-PET imaging in post-therapy surveillance of uterine cervical cancer: from diagnosis to prognosis. Gynecol Oncol. 2006; 103:165-70. Chung HH, Kim SK, Kim TH, Lee S, Kang KW, Kim JY, et al. Κλινικός αντίκτυπος της απεικόνισης FDG-PET στη μεταθεραπευτική παρακολούθηση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας: από τη διάγνωση στην πρόγνωση. Gynecol Oncol. 2006; 103:165-70.
Unger JB, Ivy JJ, Connor P, Charrier A, Ramaswamy MR, Ampil FL, et al. Detection of recurrent cervical cancer by whole-body FDG PET scan in asymptomatic and symptomatic women. Gynecol Oncol. 2004;94:212-6. Unger JB, Ivy JJ, Connor P, Charrier A, Ramaswamy MR, Ampil FL, et al. Ανίχνευση υποτροπιάζοντος καρκίνου του τραχήλου της μήτρας με σάρωση PET FDG ολόκληρου του σώματος σε ασυμπτωματικές και συμπτωματικές γυναίκες. Gynecol Oncol. 2004;94:212-6.
Benedetti-Panici P, Greggi S, Colombo A, Amoroso M, Smaniotto D, Giannarelli D, et al. Neoadjuvant chemotherapy and radical surgery versus exclusive radiotherapy in locally advanced squamous cell cervical cancer: results from the Italian multicenter randomized study. J Clin Oncol. 2002;20:179-88. Benedetti-Panici P, Greggi S, Colombo A, Amoroso M, Smaniotto D, Giannarelli D, et al. Νεοεπικουρική χημειοθεραπεία και ριζική χειρουργική επέμβαση έναντι αποκλειστικής ακτινοθεραπείας στον τοπικά προχωρημένο πλακώδες καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: αποτελέσματα από την ιταλική πολυκεντρική τυχαιοποιημένη μελέτη. J Clin Oncol. 2002;20:179-88.
Gaffney DK, Winter K, Dicker AP, Miller B, Eifel PJ, Ryu J, et al. Efficacy and Patterns of Failure for Locally Advanced Cancer of the Cervix Treated With Celebrex (Celecoxib) and Chemoradiotherapy in RTOG 0128. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;69:111-7.
Gaffney DK, Winter K, Dicker AP, Miller B, Eifel PJ, Ryu J, et al. A Phase II study of acute toxicity for Celebrex™ (celecoxib) and chemoradiation in patients with locally advanced cervical cancer: Primary endpoint analysis of RTOG 0128. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;67:104-9. Gaffney DK, Winter K, Dicker AP, Miller B, Eifel PJ, Ryu J, et al. A Phase II study of acute toxicity for Celebrex™ (celecoxib) and chemoradiation in patients with locally advanced cervical cancer: Ανάλυση του πρωτογενούς τελικού σημείου της RTOG 0128. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2007;67:104-9.
Grogan M, Thomas GM, Melamed I, Wong FL, Pearcey RG, Joseph PK, et al. The importance of hemoglobin levels during radiotherapy for carcinoma of the cervix. Cancer. 1999;86:1528-36. Grogan M, Thomas GM, Melamed I, Wong FL, Pearcey RG, Joseph PK, et al. Η σημασία των επιπέδων αιμοσφαιρίνης κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας για καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας. Cancer. 1999;86:1528-36.
Thomas GM, Ali S, Hoebers FJP, Darcy KM, Rodgers WH, Patel M, et al. Phase III trial to evaluate the efficacy of maintaining hemoglobin levels above 12.0g//dL12.0 \mathrm{~g} / \mathrm{dL} with erythropoietin vs above 10.0g//dL10.0 \mathrm{~g} / \mathrm{dL} without erythropoietin in anemic patients receiving concurrent radiation and cisplatin for cervical cancer. Gynecol Oncol. 2008; 108:317-25. Thomas GM, Ali S, Hoebers FJP, Darcy KM, Rodgers WH, Patel M, et al. Δοκιμή φάσης III για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διατήρησης των επιπέδων αιμοσφαιρίνης άνω των 12.0g//dL12.0 \mathrm{~g} / \mathrm{dL} με ερυθροποιητίνη έναντι άνω των 10.0g//dL10.0 \mathrm{~g} / \mathrm{dL} χωρίς ερυθροποιητίνη σε αναιμικούς ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα ακτινοβολία και σισπλατίνη για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Gynecol Oncol. 2008; 108:317-25.
Craighead PS, Pearcey R, Stuart G. A phase I/II evaluation of tirapazamine administered intravenously concurrent with cisplatin and radiotherapy in women with locally advanced cervical cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2000;48:791-5. Craighead PS, Pearcey R, Stuart G. Αξιολόγηση φάσης Ι/ΙΙ της τιραπαζαμίνης που χορηγείται ενδοφλεβίως ταυτόχρονα με σισπλατίνη και ακτινοθεραπεία σε γυναίκες με τοπικά προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2000;48:791-5.
Carlsen K, Dalton SO, Frederiksen K, Diderichsen F, Johansen C. Are cancer survivors at an increased risk for divorce? A Danish cohort study. Eur J Cancer. 2007; 43:2093-9. Carlsen K, Dalton SO, Frederiksen K, Diderichsen F, Johansen C. Οι επιζώντες του καρκίνου διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διαζυγίου; Μια δανική μελέτη κοόρτης. Eur J Cancer. 2007; 43:2093-9.
Lindau ST, Gavrilova N, Anderson D. Sexual morbidity in very long term survivors of vaginal and cervical cancer: A comparison to national norms. Gynecol Oncol. 2007;106:413-8. Lindau ST, Gavrilova N, Anderson D. Σεξουαλική νοσηρότητα σε πολύ μακροχρόνια επιζώντες από καρκίνο του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας: Σύγκριση με τα εθνικά πρότυπα. Gynecol Oncol. 2007;106:413-8.
Donovan KA, Taliaferro LA, Alvarez EM, Jacobsen PB, Roetzheim RG, Wenham RM. Sexual health in women treated for cervical cancer: Characteristics and correlates. Gynecol Oncol. 2007;104:428-34. Donovan KA, Taliaferro LA, Alvarez EM, Jacobsen PB, Roetzheim RG, Wenham RM. Σεξουαλική υγεία σε γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας: Χαρακτηριστικά και συσχετίσεις. Gynecol Oncol. 2007;104:428-34.
Jensen PT, Groenvold M, Klee MC, Thranov I, Petersen MA, Machin D. Longitudinal study of sexual function and vaginal changes after radiotherapy for cervical cancer. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2003; 56:937-49. Jensen PT, Groenvold M, Klee MC, Thranov I, Petersen MA, Machin D. Διαχρονική μελέτη της σεξουαλικής λειτουργίας και των κολπικών αλλαγών μετά από ακτινοθεραπεία για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2003; 56:937-49.
Pieterse QD, Maas CP, Ter Kuile MM, Lowik M, Van Eijkeren MA, Trimbos JB, et al. An observational longitudinal study to evaluate miction, defecation, and sexual function after radical hysterectomy with pelvic lymphadenectomy for early-stage cervical cancer. Int J Gynecol Cancer. 2006;16:1119-29. Pieterse QD, Maas CP, Ter Kuile MM, Lowik M, Van Eijkeren MA, Trimbos JB, et al. Μια διαχρονική μελέτη παρατήρησης για την αξιολόγηση της μύησης, της αφόδευσης και της σεξουαλικής λειτουργίας μετά από ριζική υστερεκτομή με πυελική λεμφαδενεκτομή για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας αρχικού σταδίου. Int J Gynecol Cancer. 2006;16:1119-29.
de Groot JM, Mah K, Fyles A, Winton S, Greenwood S, DePetrillo AD, et al. The psychosocial impact of cervical cancer among affected women and their partners. Int J Gynecol Cancer. 2005;15:918-25.
Park SY, Bae DS, Nam JH, Park CT, Cho CH, Lee JM, et al. Quality of life and sexual problems in disease-free survivors of cervical cancer compared with the general population. Cancer. 2007;110:2716-25. Park SY, Bae DS, Nam JH, Park CT, Cho CH, Lee JM, et al. Ποιότητα ζωής και σεξουαλικά προβλήματα σε επιζώντες χωρίς νόσο από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Cancer. 2007;110:2716-25.
Denton AS, Maher EJ. Interventions for the physical aspects of sexual dysfunction in women following pelvic radiotherapy. Cochrane Database Syst Rev. 2003; CD003750. Denton AS, Maher EJ. Παρεμβάσεις για τις φυσικές πτυχές της σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε γυναίκες μετά από ακτινοθεραπεία της πυέλου. Cochrane Database Syst Rev. 2003; CD003750.
Jeffries SA, Robinson JW, Craighead PS, Keats MR. An effective group psychoeducational intervention for improving compliance with vaginal dilation: A randomized controlled trial. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2006; 65:404-11. Jeffries SA, Robinson JW, Craighead PS, Keats MR. Μια αποτελεσματική ομαδική ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση για τη βελτίωση της συμμόρφωσης με την κολπική διαστολή: Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 2006; 65:404-11.
Robinson JW, Faris PD, Scott CB. Psychoeducational group increases vaginal dilation for younger women and reduces sexual fears for women of all ages with gynecological carcinoma treated with radiotherapy. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1999;44:497-506. Robinson JW, Faris PD, Scott CB. Η ψυχοεκπαιδευτική ομάδα αυξάνει την κολπική διαστολή για τις νεότερες γυναίκες και μειώνει τους σεξουαλικούς φόβους για γυναίκες όλων των ηλικιών με γυναικολογικό καρκίνωμα που αντιμετωπίζονται με ακτινοθεραπεία. Int J Radiat Oncol Biol Phys. 1999;44:497-506.